31 Μαρτίου 2009

Κλείνει ο τόπος


Δεν έχω πολλά να γράψω. Μόνο την αίσθηση ότι κλείνει ο τόπος πίσω μου ήσυχα.
Με μαύρες γραμμές με κλείνει απ' έξω...


Τα πράγματα περνούν από μέσα μας
με μαύρες γραμμές
κι ένα μόνιμο βόμβο
περνούν με μαύρες γραμμές
από μέσα μας.

Ήσυχα ήσυχα κλείνει ο τόπος
με μαύρες γραμμές
πίσω μας ήσυχα κλείνει
με μαύρες γραμμές
ο τόπος.




Κλείνει ο τόπος του Βασίλη Μαντζούκη. Ερμηνεύει η Μάρθα Φριντζήλα. "Baumstrasse" (2007)

29 Μαρτίου 2009

Από τους ανθρώπους, η μικρή η διαφορά σου


Κάπου στο πλήθος βρίσκεσαι- χάνεσαι
και πιάνεσαι απ’ όπου βρεις

Διάβασα το κείμενο σου για το πλήθος. Άνθρωπος αμάθητος στα πλήθη ήμουν, αλλά καθόλου αγοραφοβικός, όπως αποδείχθηκε κατά τη διαμονή μου στη Μεγάλη Πόλη. Κατάφερα όχι απλά να επιβιώσω μέσα στο πλήθος, αλλά και να λυτρωθώ. «Να λυτρωθώ», μεγάλη κουβέντα, ασ’ το καλύτερα. Να αναπνεύσω, να αφεθώ, να παρασυρθώ. «Αφήνομαι στο πλήθος που μ’ αρπάζει και μ’ αλλάζει». Ακριβώς αυτό. Με μια αράδα λέξεις.

Στο Nησί, για πλήθος ούτε λόγος. Ούτε αριθμητικά μπορούμε να μιλάμε για πλήθος, ούτε ουσιαστικά. Στο επόμενο βήμα σου πέφτεις πάνω στον ξάδερφο το Νίκο, στη γωνία παρακάτω η πρώτη σου δασκάλα στο δημοτικό (ναι, εδώ είναι υπαρκτό πρόσωπο κι όχι θολή ανάμνηση από σχολική φωτογραφία) και στο φανάρι απέναντι, η κόρη του παπά με αλλαγμένο το μαλλί (πάλι).

Συνήθως βέβαια περπατώ σε σχεδόν έρημους δρόμους. Παράπονο το ‘χω. Αλλά από την άλλη, να βγαίνω στο δρόμο και να συναντώ το μισό εν ζωή γενεαλογικό μου δέντρο και άλλους πολλούς ακόμη, μου δημιουργεί, όσο να πεις, μια ανθρωποφοβία και πολλά ζιγκ- ζαγκ στα πεζοδρόμια.

Σε Μεγάλη Πόλη ή Νησί, μέσα σε πλήθος μεγάλο ή μικρό, ανώνυμο ή διάσπαρτο με γνωστούς, αισθάνομαι ότι τα ίδια πράγματα με (μας) σώζουν ή απλά με (μας) παρηγορούν:

η παρηγοριά σου
μικρές στιγμές που φτιάχνουνε τα όνειρα σου

τα ταξίδια σου σε κόσμους,
τα ραντεβού στους δρόμους,
τα αγγίγματα στους ώμους

η παρηγοριά σου,
οι μουσικές, τα θέατρα, το σινεμά σου,
από τους ανθρώπους, η μικρή η διαφορά σου






«Η μικρή διαφορά» στίχοι Γεράσιμος Ευαγγελάτος, μουσική Θέμης Καραμουρατίδης, ερμηνεία Νατάσσα Μποφίλιου από το άλμπουμ «Μέχρι το τέλος», 2008.

27 Μαρτίου 2009

Το πλήθος


Συχνά απολαμβάνω την κάθοδό μου στο κέντρο της πόλης. Μαρτύριο για πολλούς -πορείες, κλειστοί δρόμοι, κόρνες- για μένα συγκινητικό το διαδαλώδες των δρόμων, η ετερόκλητη φασαρία του πλήθους, οι βιαστικές φυλές των ανθρώπων.


Όχι πως δε με θλίβει η καταστροφή της πόλης, αλλά αφήνομαι να παρατηρώ την πολυχρωμία της, γκρίζα και φανταχτερή μαζί τώρα την άνοιξη, οι θλιμμένες γωνιές της λούζονται από την ευδαιμονία του ανοιξιάτικου ήλιου, οι πολύβουες πλατείες της ηρεμούν κάτω από τις ευωδιές κάποιας τελευταίας νωχελικής νερατζιάς...

Η πόλη είναι επίπεδη όμως οι άνθρωποι δίνουν κίνηση στην τραυματισμένη όψη της, πλήθη ατελείωτα ξεχύνονται σε κύματα, κρέμονται από παγκάκια και στάσεις, τρέχουν σε διαβάσεις για να προλάβουν το φανάρι, πλημμυρίζουν σκάλες και πεζοδρόμια και κάνουν την πόλη να μοιάζει μελίσσι. Δικηγόροι με κουστούμι και χάντς φρι στο αυτί, φοιτητές με τισέρτς και σακίδιο στην πλάτη, ευπρεπή κορίτσια με σακούλες Ζάρα και Άττικα, επαίτες με ακορντεόν και χαρούμενοι αλλοδαποί, κολεγιόπαιδα που προσεύχονται στη Βιβλιοθήκη, όλες οι φυλές της πόλης συναντιούνται στους ίδιους δρόμους, ανεβαίνουν τα ίδια ασανσέρ, παίρνουν το ίδιο λεωφορείο. Όλοι βιάζονται, όλοι σε προσπερνούν, κάποτε σου πετούν και μια συγνώμη για το τυχαίο σκούντημα...

Στέκομαι στο πλάι και παγώνω την εικόνα. Δεκάδες αγάλματα σε στάση φυγής -σαν το Δρομέα στο Χίλτον που χρόνια παλεύει να ξεφύγει- πρόσωπα αγωνιώδη, εκφράσεις τεντωμένες. Παίρνω ανάσα και χάνομαι στο βόμβο του πλήθους, στην ανωνυμία που μυρίζει μοναξιά, στο συνωστισμό που βουίζει σιωπή...


Κι αφήνομαι στο πλήθος που μ' αρπάζει και μ' αλλάζει,
με γεννάει και με σκοτώνει και για λίγο ξαναζώ
και θέλω να σταθώ, να μετρηθώ στήθος με στήθος,
μ' ό,τι έχω αγαπήσει, ότι ακόμα αγαπώ




Το πλήθος (La foule) των Angel Cobral- Michel Rivgauche. Μετάφραση και προσαρμογή στα ελληνικά του Άρη Δαβαράκη. Ερμηνεία: Τάνια Τσανακλίδου, από το δίσκο "Piaf", με τραγούδια από την ομώνυμη θεατρική παράσταση (1981)

25 Μαρτίου 2009

Χαίρε ω χαίρε ανδρειωμένη πατρίδα σε τέφρα φοίνικα


Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τις επετείους, τις εθνικές εορτές, τις περήφανες αργίες...


Ίσως γιατί πάντα υπάρχει ο φόβος μην οργανώνουμε τη ζωή μας για το επόμενο τριήμερο, μην μετράμε την ευτυχία μας σε αργίες και εθνικές εορτές, γιατί η οριστική απόδραση από τη φρικτή καθημερινότητα θέλει κότσια και εμείς δεν μπορούμε παρά να πάρουμε το αμάξι και να φτάσουμε μέχρι τη Χαλκίδα και να επιστρέψουμε μετά με την ψευδαίσθηση ότι επιτέλους φύγαμε, με την ικανοποίηση ότι μπορεί και να ταξιδέψαμε...


Μικρ
ό με βάζαν ποιήματα να πω με την ποδιά
μα εγώ με τα χτυπήματα που είχα στην καρδιά
με τον εχθρό τα λέω


Θυμάμαι στο σχολείο την προετοιμασία της γιορτής, σημαιάκια στους τοίχους, κάδρα ηρώων του '21, να προβάρουμε ποιήματα και τραγούδια με τη δασκάλα για να μας καμαρώσουν οι γονείς και να βγει κι αυτή η φετινή εθνική υποχρέωση.


Πάντα έλεγα ποιήματα. Δηλαδή με επέλεγαν να πω. Τα κατάφερνα, παρότι πολλές φορές δεν καταλάβαινα τί απάγγελνα. Θυμάμαι την εσωτερική μάχη, το τρέμουλο στη φωνή και το χτυποκάρδι, μην ξεχαστούν τα λόγια, να κοιτάζω ευθεία κι όχι κατάματα τα γονικά πρόσωπα...

Δε με ανακαλώ όμως να απαγγέλλω. Μόνο ένα παιδάκι θυμάμαι, καθόταν στο διπλανό θρανίο, μαζεμένο και ήσυχο, το ανάγκασαν να πει ποιήμα σε κάποια επέτειο παρότι αυτό αρνιόταν κατηγορηματικά. Σε όλες τις πρόβες ερχόταν συνεπώς, είχε μάθει το ποίημά του εισπράττοντας τους επαίνους της κυρίας, φαινόταν ότι θα τα καταφέρει. Και τη μέρα της γιορτής όταν ήρθε η σειρά του για να απαγγείλλει, ανέβηκε στην έδρα αγέρωχα, έκλεισε μάτια και αυτιά με τα χέρια και δεν ξεκίνησε ποτέ...

Θυμάμαι τις προτροπές, τις αποδοκιμασίες, τα γέλια του κοινού, μα πιο πολύ θυμάμαι το ικανοποιημένο βλέμμα του -τη λεπτή ειρωνεία - μόλις άνοιξε τα μάτια για να κατέβει...






Αιγαίο των Νίκου Αντύπα- Λίνας Νικολακοπούλου. Ερμηνεία: Άλκηστις Πρωτοψάλτη, από το δίσκο "Σαν ηφαίστειο που ξυπνά" (1997)

Και η ζωή μας μια επέτειος φριχτή


Και η ζωή μας μια επέτειος φριχτή
Τα φώτα κάηκαν
Και τέλειωσε η γιορτή

Σήμερα, μέρα που είναι, λέω αναιδέστατα να βγάλω τη γλώσσα μου σε όλη αυτή τη νοοτροπία που μας ανάγκασε να μάθουμε την ιστορία μας ως μια σειρά από χρονολογίες, μάχες, νίκες ή ήττες, κατορθώματα ή ταπεινώσεις του επονομαζόμενου ελληνικού έθνους. Που μας έβαλε παρωπίδες και μας έχωσε πίσω από χαρακώματα απέναντι σε λογιών των λογιών «εχθρούς».

Σχολικές γιορτές, λαμπρές επέτειοι, χάρτινα (ή πλέον πλαστικά) σημαιάκια, ποιηματάκια και παρελάσεις. Εθνική περηφάνια.


Με θράσος λοιπόν, παραθέτω τους παρακάτω στίχους:

Θανάσης Διάκος έψηνε στη Λιβαδειά σουβλάκια
Ο Ομέρ Βρυώνης πέρναγε και ήθελε ουζάκια
Δεν σε σερβίρω άπιστε – σουβλάκι δεν σου φτιάχνω
Κι ο Ομέρ Βρυώνης έκραξε «σουβλάκι θα σε κάνω»

«Μάθημα» ή «μάθημα ελληνικής ιστορίας» λέγεται το τραγούδι. Κι αν σε ξένισαν οι παραπάνω στίχοι, άκουσε το ολόκληρο, φίλε Μάρκο, προσεκτικά. (Θα αντιλαμβάνεσαι βέβαια ότι δεν έχω τίποτα «προηγούμενα» με τον Αθανάσιο Διάκο- είχε, ο έρημος, τραγικό τέλος- αλλού είναι το θέμα).





Α, επίσης, έλεος πια, μην ακούσω στο ραδιόφωνο ως επετειακό το τραγούδι του Σαββόπουλου «Ωδή στο Γεώργιο Καραϊσκάκη». Ας πει και κάποιος ότι άλλον από τον Καραϊσκάκη είχε στο μυαλό του ο Σαββόπουλος όταν το έγραφε!



«Μάθημα» στίχοι Λίνα Νικολακοπούλου, μουσική Σταμάτης Κραουνάκης, ερμηνεία Γιώργος Μαρίνος. Βρίσκεται σε ζωντανή ηχογράφηση στο δίσκο του 1984 «Στον αστερισμό της Μέδουσας» στο εξώφυλλου του οποίου αναγράφεται «ακατάλληλος δίσκος για παιδιά» (και για εθνικόφρονες εν προκειμένω).
Η εκτέλεση που παρατίθεται παραπάνω στο βίντεο, είναι από το δίσκο «Αυτός ο Γιώργος» του 1991.

24 Μαρτίου 2009

Πάνω απ' τα login και τα password checks



Το ξέρω ότι σε έχω αφήσει σε αναμονή σχετικά με την πρόβλεψη που σου ‘λεγα για τον καιρό. Αλλά να, τελικά ο καιρός χάλασε και όπως ανέβαλλα να ποστάρω χθες, με βρήκε το βράδυ με παγωμένα τα ακροδάχτυλά μου και να μην μπορώ να τα ακουμπήσω καν στο κρύο πληκτρολόγιο. Δράμα σου λέω έζησα (όχι ότι βαριόμουνα)! Σε έπεισα, ε;

Αέρας, βροχή και αστραπόβροντα, που σχεδόν νομοτελειακά πια, προκάλεσαν απανωτές διακοπές ρεύματος. Όχι ότι με ενόχλησαν προσωπικά, αλλά να, στη δουλεία έγινε χάος. Κατέρρευσε το δίκτυο Η/Υ, ο server και άλλα απροσδιόριστα πράγματα, καθώς το ups ξεφορτίστηκε πλήρως. Και να σου πάλι βρέθηκα μπλεγμένη σε βύσματα κι εντάσεις φορητές. Όχι ότι έχω ιδέα από αυτά, αλλά επίσης κανείς συνάδελφος δεν έχει. Παίρνουμε λοιπόν τηλέφωνο το τεχνικό μας ο οποίος βάλθηκε να μας καθοδηγεί προφορικά. Ο διάλογος ήταν επιπέδου:

-Τεχνικός: Το τάδε (ούτε που θυμάμαι τη λέξη που μου είπε) μηχάνημα είναι αυτό που έχει πολλά λαμπάκια να αναβοσβήνουν και πολλά καλώδια παρόμοια με του τηλεφώνου συνδέονται εκεί. Αυτό το μηχάνημα δίνει μόνο ένα καλώδιο σε ένα άλλο μηχάνημα που δεν έχει πάνω του πολλά καλώδια.
– Εγώ: Α, το άλλο μηχάνημα είναι αυτό που έχει μόνο ένα καλώδιο με βίδες, σαν αυτό που έχουν οι οθόνες.
–Τ.: Ναι, αυτό είναι.
–Ε.: Έχει επίσης κι ένα πλακουτσωτό καλώδιο ε;
………
Άσε δε που μου πε, να γράψω λέει κάτι εντολές, μετά πατάω ΟΚ και η οθόνη έγινε μαύρη και είχε πολλά ακαταλαβίστικα, ασφαλώς σημάδια του σατανά θα ‘τανε.

Σαν συνομιλία τυφλού με χαζό ήταν [προφανές ποιος έπαιξε το ρόλο του(της) χαζού(ής)].

Το ότι βγάλαμε άκρη από μια τέτοια συζήτηση οφείλεται καθαρά στην τύχη.

Επίσης, χάλασε το καλοριφέρ, αλλά εκεί δεν έβαλα το χεράκι μου (και παραμένει ακόμα χαλασμένο!).

πάνω από τα login
και τα password checks
πάνω από το Σείριο στην εθνική
σε κοιτάζει η αγάπη σου η πρωταρχική
Και γελάει μαζί σου που όλο ξενυχτάς
και καινούργια στέκια φτιάχνεις για να πας
και καινούργιες λέξεις ενώ θες να πεις…





"mp3" του Φοίβου Δεληβοριά από το άλμπουμ "Ο Καθρέφτης" 2003.

23 Μαρτίου 2009

Ομπρέλες και άνοιξη...


"
Θα ξεχειμωνιάσει ή όχι" είναι το θέμα σύζητησης των ημερών, μαζί με την ποινικοποίηση της κουκούλας βεβαίως.

Η αλήθεια είναι ότι η κυκλοθυμία του καιρού μου έχει σπάσει ολίγον τα νεύρα, μια βροχή, μια ήλιος, πάλι βροχή, μετά κρύο, ξανά μανά βροχή... Δε λέω, χαίρομαι που βρέχει, αλλά δεν τις αντέχω τις ομπρέλες. Ούτε ως αισθητική (μην το σχολιάσεις) ούτε ως εργαλεία, πολύ επικίνδυνα και απρόσωπα βρε παιδί μου.

Τις βλέπω να τις κρατούν χέρια παγωμένα, κρύβοντας το κεφάλι, μόνο τα μαλλιά αφήνουν ν' ανεμίζουν και να έρχονται απειλητικά κατά πάνω μου όταν περπατάω στα στενά πεζοδρόμια της πόλης, ακέφαλα σώματα με μια ομπρέλα στη θέση του εγκεφάλου, δίχως να παραμερίζουν ή να κοντοστέκονται αλλά έτοιμες να μου βγάλουν το (τσακίρικο) μάτι και νιώθω ήρωας σε αμερικανική ταινία τρόμου (από αυτές που στο τέλος σκοτωνονται όλοι οι όμορφοι πρωταγωνιστές)...

(Σύντομο σχόλιο: Με όλες αυτές τις χαζοδικαιολογίες για να αποφύγω την ομπρέλα, γλιτώνω κι από το μπελά να προσπαθώ να θυμηθώ που την ξέχασα και να ξανακάνω προς τα πίσω όλη τη διαδρομή για να τη βρω).

Πέρα βέβαια από τις δολοφονικές ομπρέλες, το βροχερό του καιρού με τροφοδοτεί και με μια υπόγεια μελαγχολία. Πάντα τα γκρίζα σύννεφα ήταν αφορμή για περισυλλογή, είναι και οι καιροί (μου) δύσκολοι, το σταχτί χρώμα του ουρανού με προσγειώνει στην αγχωμένη πραγματικότητα, πρέπει επιτέλους να έρθει η άνοιξη και να γίνουν όλα πιο φωτεινά...

Κλείνω με την αισίοδοξη σοφία του Νιόνιου

Μα μπαίνει η άνοιξη στην πόλη,
κι απ' τ' ανοιχτό λεωφορείο μου φαίνεστε όλοι
τόσο γλυκούτσικοι κι αχνοί...






Νέο κύμα του Διονύση Σαββόπουλου. Τραπεζάκια Έξω (1983)

22 Μαρτίου 2009

Ξεχειμωνιάζει (;)



Την Παρασκευή, σταμάτησα για βενζίνα πριν τη δουλειά. Ο βενζινάς μου λοιπόν, εκτός από απελπιστικά έντιμος, ανακαλύπτω ότι έχει και ειδικά «χαρίσματα». Λέει λοιπόν, διαβάζοντας τα σημάδια από την υγρασία στο παμπρίζ των αυτοκινήτων (εδώ έγκειται το χάρισμα που λέγαμε) και σε συνδυασμό με τη λαϊκή σοφία, ότι σε 3 ή 6 ή 9 μέρες, ο καιρός θα χαλάσει. Μπορεί και χιόνι να δούμε στο Νησί!

Από την Παρασκευή λοιπόν, βρίσκομαι σε αναμονή της επιβεβαίωσης ή μη της «πρόβλεψης» του βενζινά μου. Γενικά, ποτέ δεν ασχολούμαι με τον καιρό, αλλά υποθέτω ότι επειδή η πρόβλεψη αυτή μου ήρθε πρωί – πρωί, με άδειο το μυαλό (μετά γεμίζει, για να σου λυθεί η απορία), ήταν και αρκούντως παραστατική, μου εντυπώθηκε. Κάθε μέρα που ξυπνάω βγαίνω στην αυλή και γραδάρω τον καιρό. Σήμερα λοιπόν είναι το πρώτο κρίσιμο σημείο για την πρόβλεψη: διανύουμε την 3η μέρα.

Ο καιρός σταθερά, αλλά όχι δραματικά επιδεινώνεται. Από νοτιοδυτικός άνεμος το γύρισε σε βορειοδυτικό, άρα τσούζει λίγο. Επιπλέον, σύννεφα στοιβάζονται στον ουρανό. Γκρι και βροχερά.

Σταματάω εδώ την παρατήρηση για να μου θέσω το εξής καθοριστικό ερώτημα: Να πάω για ψωμί με το ποδήλατο ή το αυτοκίνητο; Ή αλλιώς, θα βρέξει στο επόμενο 15λεπτό; Το οποίο μεταφράζεται: με το ποδήλατο μήπως θα βρεχτώ;
Θα πάω με το αυτοκίνητο γιατί συνυπολογίζω ότι με τέτοιον αέρα αντίθετο, θα μου βγει η γλώσσα ποδηλατώντας.

Σταδιακά, μου έρχονται και άλλα βαθυστόχαστα ερωτήματα, όπως: Να αγοράσω κυριακάτικη εφημερίδα ή δε βαριέσαι;
Βαριέσαι – Βαριέσαι, λέω στο εαυτό μου και ξεκινάω μόνο για ψωμί.

Ψωμί, γάλα και πατάτες (Αιγύπτου, μα τίποτα πλέον δεν παράγουμε σε αυτόν τον τόπο;). Λέω, αφού θα κάνω το έγκλημα να πάρω αυτοκίνητο για περίπου 800 μέτρα (+800 η επιστροφή), τουλάχιστον ας δώσω ένα ελαφρυντικό στο περιβαλλοντικά ασυνείδητο κομμάτι του εαυτού μου. Αγόρασα λοιπόν 5-6 κιλά πατάτες, συν ενάμιση λίτρο γάλα συν μισό κιλό ψωμί, ε, δεν είναι εύκολο να τα φορτώσεις σε ποδήλατο χωρίς καλάθι. «Ακυβέρνητο ποδήλατο ανετράπη στη μέση πολυσύχναστου δρόμου. Αγνοείται αναβάτης. Ειδικά συνεργεία μαζεύουν εντατικά τις πατάτες, με τις οποίες φαίνεται να ήταν φορτωμένο το όχημα, προκειμένου ο δρόμος να δοθεί το συντομότερο στην κυκλοφορία». Κάπως έτσι θα γινόμουν είδηση σε μονόλεπτο δελτίο.

Τελικά, τίποτα από τα παραπάνω δεν συνέβη. Ούτε καν έβρεξε, όπως πίστευα ακράδαντα. Αλλά αν έβρεχε, ακόμα και με το αυτοκίνητο να ήμουν, δεν θα γλίτωνα το βρέξιμο. Όχι ότι μπάζει νερά το αυτοκίνητο μου (αν και στην κατάστασή του, δεν μπορώ να το αποκλείσω με σιγουριά). Απλά ο, ευσυνείδητος αυτός, πολίτης που κρύβω μέσα μου, δεν μου επιτρέπει να παρακάρω όπου κι όπου, ήτοι όπου με βολεύει (εν προκειμένου, έξω από το μπακάλικο) εμποδίζοντας την κυκλοφορία και τους πεζούς. Πάω λοιπόν στο (τζάμπα) δημοτικό πάρκινγκ- πλατεία (αδιευκρίνιστο ποια ιδιότητα υπερισχύει) που απέχει από τα καταστήματα τόσο όσο να μπορείς να γίνεις «παπί» σε περίπτωση έντονης βροχής.

Τελειώνω, σαφώς επηρεασμένη από την «πρόβλεψη»:
Επειδή άνοιξη έχουμε κι άνοιξη ακόμα δεν είδαμε, αντιστέκομαι σθεναρά στα καιρικά φαινόμενα, αντιτείνοντας τους εξής στίχους:

Ξεχειμωνιάζει, φεύγουν οι μπόρες κι οι βροχές
Ξεχειμωνιάζει, ξανά σε νέες διαδρομές...




«Ξεχειμωνιάζει» στίχοι-μουσική Γιώργος Ζήκας, ερμηνεία Μαρία Φωτίου από το άλμπουμ «Μια ζωή στην ίδια τάξη» 1996.

20 Μαρτίου 2009

Τα εμπορεύματα

Τα εμπορεύματα να κοιτάς,
απ’ τ’ απογεύματα τι ζητάς

Το είχα καταλάβει ότι κάτι συμβαίνει μεταξύ εσένα και του σούπερ μάρκετ (ή υπεραγορά επί το ελληνικότερο). Δεν έφταναν παρά μόνο μερικά απανωτά τηλέφωνα που σου έκανα σε διάστημα 3 ημερών. Σε 3 από τις 4 περιπτώσεις σε πέτυχα στο σούπερ μάρκετ!

Απεναντίας, εγώ βαριέμαι αφάνταστα να πηγαίνω για ψώνια. Τα ράφια των ντουλαπιών και του ψυγείου μου το αποδεικνύουν απερίφραστα. Όταν είναι απαραίτητο και μόνο, πετάγομαι μέχρι το μπακάλικο του χωριού μου. Αυτό που επιμένω να το αποκαλώ μπακάλικο, ας είναι αυτός λόγος ασυνεννοησίας με τον υπόλοιπο κόσμο που προτιμά τον όρο σούπερ μάρκετ και παρά την τεραστίων διαστάσεων ταμπέλα στην πρόσοψη που επιμένει, στα αγγλικά πάντα, ότι είναι «Η υπεραγορά του χωριού».

Λέγοντας βέβαια μπακάλικο, μην πάει το μυαλό σου σε κάτι παλιακό, σαν αυτό του μαυραγορίτη- δωσίλογου Σπύρου Καλογήρου στην ταινία «Η δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά». Όχι, εδώ πρόκειται για πλήρως εκσυγχρονισμένο κατάστημα. Διαφέρει βέβαια σε τρία βασικά σημεία από τα σούπερ μάρκετ: είναι σε μέγεθος small, με large τιμές (και ποιότητα, οφείλω να αναγνωρίσω) και με extra large ωράριο (όσο βάλει ο νου σου-ακόμα και τις Κυριακές, δεν το συζητώ δε για το καλοκαίρι).

Έχει επίσης την εξής ιδιομορφία: είναι του ποιοτικού γενικά, ελκυστικές ντομάτες, ατσαλάκωτα μαρούλια, φρέσκα μανιτάρια, γάλα ακόμα και Όλυμπος (το προτιμώ γιατί είναι γάλα από «σπίτι»), φυστικοβούτυρο (ένεκα του αγγλοτραφούς πληθυσμού που έχει κατακλύσει την περιοχή), μαρμέλαδα γεύση φρούτα του δάσους και ό, τι ζητήσει ο βιτσιόζος καταναλωτής που κρύβεις μέσα σου.

Όταν λέω είναι του ποιοτικού το εννοώ: ως και η μουσική υπόκρουση είναι τέτοια. Να, την Κυριακή ας πούμε που πέρασα από ‘κει για ντομάτες, γάλα και ψωμί (μην το κάνεις θέμα, ο φούρνος είναι δίπλα, αλλά ποιος να τρέχει τώρα…), ακουγόταν από τα ηχεία "Ζαβαρακατρανέμια Ζαβαρακατρανέμια ίλεως ίλεως ίλεως λάμα λάμα νάμα νάμα νέμια αλληλούια αλληλούια...". Eτσι διαλέγεις με άλλον αέρα την ντομάτα που όπως και να γίνει, όπου και να πας ντομάτα θα βρεις, αλλά με υπόκρουση τα ακαταλαβίστικα του Μαρκόπουλου που αλλού;

Χαζεύοντας τους χωριανούς μου (ε, άμα το σούπερ μάρκετ είναι μικρό, τα προϊόντα τα έχεις δει και ματαδει, αναγκάζεσαι να στρέψεις αλλού το ενδιαφέρον σου), έφτασα στο ψυγείο με τα γαλακτοκομικά και τον Ξυλούρη να υποστηρίζει «Πολύ κρύο, πολύ κρύο, πολύ κρύο εφέτος» και όντως, όπως και να το πάρεις, πολύ κρύο εφέτος.

Η μουσική μου περιπλάνηση τελειώνει στο ταμείο με το Γιάννη Ρίτσο να μου λέει -αργά και σταθερά -ώσπου εν τέλει με έπεισε για τα λεγόμενά του- «Και να αδελφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα- ήσυχα και απλά, καταλαβαινόμαστε τώρα, καταλαβαινόμαστε τώρα, δε χρειάζονται περισσότερα». Έβγαλα τα χρήματα από την τσέπη. Δεν χρειάζονται περισσότερα.

Βάζω στοίχημα ότι όταν θα ξαναπάω, θα πετύχω τα «Μαλαματένια λόγια»!

ο παράς έχει ουρά κι έχω κλονιστεί
........................................................................

Επειδή πάλι βάρυνε το κλίμα, να δώσω τη δική μου (κωμικοτραγική) εμπειρία σχετικά με το αγρόκτημα που επιθυμείς να αποκτήσεις προς κάλυψη των ακόρεστων αναγκών σου. Mετά από ένα καλοκαίρι, που για λόγους που δεν εμπίπτουν στην βούληση μου, ανάλαβα ένα αποδεκατισμένο κοτέτσι, ένα ζευγάρι κουνέλια και μια κουτσή κατσίκα, έχω να σε ενημερώσω ότι όλα εξελίχθηκαν τραυματικά για ανθρώπους και ζώα.

Ξεκινώ από τους ανθρώπους: Ξύπνημα 6:30 π.μ. και με ένα μάτι κλειστό βουρ για φαγητό και νερό στα ζώα. Μεσημέρι, μόλις έφτανα σε ορατό σημείο και πριν καν μπω στην αυλή, χορωδιακά όλα μου υπενθύμιζαν τις υποχρεώσεις μου: στη σκιά η κατσίκα, άρμεγμα (με τη συνδρομή ειδικών δυνάμεων, βλ. γειτόνισσα) και φρέσκο φαγητό (πράσινο, όχι ετοιματζίδικες τροφές), τις κότες τις αγνοούσα, έχουν τρελές αν(τ)οχές (το συμπέρανα στην πράξη). Μέρα παρά μέρα τριγύριζα στους αγρούς για τα προς το ζην των ζώων.

Τα βάσανα των ζώων τώρα: Τα κουνέλια, γλυκύτατα και μουγκά, αποφάσισα να τα έχω σε ξεχωριστό κλουβί προς αποφυγή αναπαραγωγής. Αν οι γεννήσεις ήταν ανεξέλεγκτες θα προέκυπτε αναμφίβολα επισιτιστική κρίση.
Η κατσίκα από την πολύ ξηρά τροφή, παραλίγο να τινάξει τα πέταλα- την γύρισα στους καλυτέρους γιατρούς μπας και χωνέψει τα αχώνευτα. Η αλήθεια είναι ότι έβαλε κι αυτή τη μουσούδα της για να φτάσει σε αυτό το σημείο. Συγκεκριμένα, την έβαλε στο τσουβάλι με τα καλαμπόκια για τις κότες και σταμάτησε μόνο όταν ήταν πια αργά.
Οι κότες τώρα, επαναλαμβάνω τη βαθειά εκτίμησή μου στις αντοχές τους: Υπήρχαν μέρες που γύριζα βράδυ σπίτι και ξαναέφευγα για να γυρίσω το επόμενο βράδυ. «Που είναι το πρόβλημα;» θα μου πεις. Να σου υπενθυμίσω ότι οι κότες κοιμούνται νωρίς, οπότε δεν μπορούσα ποτέ να τους δώσω φαγητό σε ώρα που θα μπορούσαν να το φάνε. Μετά από αυτό κατέβηκαν σε διαμαρτυρία και έκαναν ένα αυγό όποτε και εάν, αλλά επέζησαν.
Επίσης, έχω πολλά να σου πω και για τα λαχανικά που είχα υπ’ ευθύνη μου. Αλλά να μην πλατειάζω άλλο: και εδώ τα πράγματα ήταν απογοητευτικά. Ένα παράδειγμα: Τα λάχανα που τρώμε τον χειμώνα, φυτεύονται από το καλοκαίρι και έτσι την πατήσανε κι αυτά. Μόνο που το πρόβλημα αποκαλύφθηκε πρόσφατα: δεν μπορώ να πω, εξ όψεως καλά φαινόταν, δυστυχώς αποδείχτηκαν κούφια! Για ντολμάδες πάντως, ότι πρέπει είναι!

Είσαι λοιπόν σίγουρος ότι η λύση στο πρόβλημά σου είναι το αγρόκτημα στην Κατεχάκη;

Όλες σου οι ανάγκες προμελετημένες, φάτε πιείτε μάγκες, έτοιμη ζωή



«Τα εμπορεύματα», στίχοι Λίνα Νικολακοπούλου, μουσική Νίκος Αντύπας, ερμηνεία Άλκηστις Πρωτοψάλτη, άλμπουμ «Υδρόγειες σφαίρες» 2000.

«Ζαβαρακατρανέμια»,
στίχοι- μουσική Γιάννης Μαρκόπουλος, πρώτη εκτέλεση Γιάννης Μαρκόπουλος για την ταινία του Γιώργου Σκαλενάκη «Επιχείρηση Απόλλων» 1968, η εκτέλεση με το Νίκο Ξυλούρη από το δίσκο «Διάλλειμα» 1971.

«Τούτες τις μέρες»
και «Και να αδελφέ μου» στίχοι Γιάννης Ρίτσος, μουσική Χρήστος Λεοντής, ερμηνεία Νίκος Ξυλούρης από το δίσκο «Καπνισμένο τσουκάλι» 1975.

18 Μαρτίου 2009

Υπεραγορές



Πάντα είχα ένα θέμα με τα σούπερ μάρκετ, -τις υπεραγορές όπως τα αποκαλεί η αγαπημένη Λένα Πλάτωνος. Ίσως φταίει η απαίσια μυρωδιά-συνδυασμός μπαγιάτικων λαχανικών, ξεπαγωμένων κρεατικών και χαλασμένων ζωοτροφών που με χτυπάει στη μούρη με το που φθάνω στην είσοδο. Ή είναι αυτή η χαζοχαρούμενη αισθητική, με το γλιστρερό πάτωμα και την υπόκρουση Κωνσταντίνας "Μια Ελλάδα Φως" στην ένδοξη συνεργασία της με το διεθνή Έλληνα συνθέτη αεροδρομίου Yanni (αυτόν γιατί δεν τον έβαλαν στους Μεγάλους Έλληνες;).

Σίγουρα πάντως με ενοχλούν οι τιμές τους.

Σκυλιά γατιά δεν έχω, παρά μόνο το άνεργο κορμί μου να θρέψω, παρόλα αυτά κάθε φορά που πετάγομαι να πάρω τα είδη πρώτης ανάγκης (ξέρεις μπύρες, κανά ξηροκάρπι, προφυλακτικά) την αποφράδα ώρα της πληρωμής πρέπει να παλέψω με το πορτοφόλι μου που παθάινει κρίσεις πανικού και αρνείται να βγει από την τσέπη.

Ναι τα σούπερ μάρκετ είναι ανεπίτρεπτα ακριβά, άσε που έιναι και κουτοπόνηρα. Πέρα από το ότι «καταλάθος» σε διπλοχρεώνουν ή σου χρεώνουν προϊόντα που ουδέποτε πήρες, σε ξεγελούν και με κάτι χαζές προσφορές τύπου: «Σούπερ ευκαιρία μόνο για σήμερα: με αυτό τον καταπληκτικό χυμό παίρνετε δώρο υπέροχες σερβιέτες σε σχήμα κιλοτάκι». Κι εσύ εντυπωσιασμένος αγοράζεις την ευκαιρία γιατί με τον αγαπημένο σου χυμό, θα καλοπιάσεις και το κορίτσι σου που όλο γκρινιάζει ότι την ξεχνάς. Οπότε αγοράζεις το χυμό σου σε διπλάσια σχεδόν τιμή, συν ένα προϊόν που ουδέποτε θα αποκτούσες. Άτιμα σου λέω και κουτοπόνηρα...

Πάντα ευχόμουν να επιτύχω αυτάρκεια από τις φρικτές αυτές υπεραγορές. Να μη χρειάζεται να πηγαίνω κάθε τρεις και λίγο να αγοράσω μαλακιούλες (είμαι και ξεχασιάρης, πάντα με το ζόρι θυμάμαι τα ψώνια των επόμενων δύο γευμάτων). Αμφίβολο βέβαια αν θα γίνει ποτέ. Εκτός κι αν αρχίσω να καλλιεργώ μποστάνι εδώ στο πάρκο της Κατεχάκη, με ντοματούλες, κρεμμυδάκια, λάχανα και λοιπά ζαρζαβατικά. Πάλι όμως ξεμένω από κρεατικά, και χορτοφάγο δε θα με έλεγα ποτέ. Υπάρχει βέβαια η λύση του κοτετσίου -σκύλο έχουμε εδώ τριγύρω- αλλά νομίζω ότι δε μου πάει τώρα στα γεράματα να κάνω τον κοτά (αν και με την κρίση να μου χτυπάει την πόρτα και την ανεργία να μου κάνει αρμένικη βιζιτα, δεν είναι κακή ιδέα).

Σε αφήνω με ένα άσμα της Λένας, η οποία επίσης έχει ένα θέμα με τις υπεραγορές. Κάμποσα τραγούδια της τις πραγματεύονται: "Πάμε μια βόλτα στο σούπερ-μάρκετ" (σε στίχους Κριεζή), "Υπεραγορά I", "Υπεραγορά II". Ποστάρω την Υπεραγορά Ι, που είναι και πιο σουξεδιάρικη, έχει και Κατερίνα Κούκα προτού πυρποληθεί με σπίρτο.

Σε αφήνω τώρα γιατί έχω να πάω σούπερ- μάρκετ...






Υπεραγορά I της Λένας Πλάτωνος (λογοκριμενη εκδοχή). Ερμηνεία: Κατερίνα Κούκα- Λένα Πλάτωνος από το δίσκο της τελευταίας "Μη μου τους κύκλους τάραττε" (1991)

Θα ‘ρθουν μέρες, άγριες μέρες


Θα ‘ρθουν μέρες, άγριες μέρες
που οι αλήθειες θα σκίζουν σα σφαίρες


Στίχοι από τραγούδι που κυκλοφόρησε τον περασμένο Οκτώβριο. Μακρινή μου έμοιαζε η εικόνα. Από πού αντλεί ο στιχουργός αυτή τη σιγουριά ότι «θα ‘ρθουν μέρες»; Όλα έμοιαζαν να βρίσκονται σε λήθαργο. Το καζάνι αποδείχτηκε ότι σιγόβραζε… Αρχές Δεκέμβρη και οι σφαίρες σκίζουν- οι αλήθειες υπό αναζήτηση (και αμφισβήτηση). Αυθόρμητες μαζικές κινητοποιήσεις με αφορμή μια εξοστρακισμένη σφαίρα στο κορμί ενός 15-χρονου. Ταυτόχρονα, εμφανίζονται οι πρώτοι καπνοί, από καταστήματα- τράπεζες- αυτοκίνητα και άλλα σύμβολα άρρηκτα συνδεδεμένα με το πρόσωπο του οικονομικο-πολιτικού μας συστήματος. Ενός συστήματος που βρωμάει και ζέχνει.


Τα πράγματα εξελίσσονται σε θέατρο του παραλόγου: Κλούβα ΜΑΤ σε κάθε γωνία- πέτρες σε κάθε βιτρίνα. Κλομπς, μολότοφ, πέτρες, δακρυγόνα, εκρήξεις, ληστείες μπήκαν στο καθημερινό μας λεξιλόγιο.

Το πρόβλημα είναι λέει η ελλιπής αστυνόμευση. Να καταργηθεί το πανεπιστημιακό άσυλο. Να ελέγχεται η ταυτότητα των ιδιοκτητών καρτοκινητών. Να διώκονται οι φέροντες κουκούλα… ΟΚ, πόσα «κουλά» ακόμα θα ακουστούν από κάθε είδους ειδικούς και κυβερνώντες; Μα δεν είναι φανερό ότι αυτά που συμβαίνουν είναι μόνο τα συμπτώματα της βαθύτερης κρίσης που πλήττει την κοινωνία; Όχι μόνο την ελληνική- στη Γαλλία ο Σαρκοζί εκλέχτηκε «τάζοντας» ότι θα επαναφέρει την τάξη στη χώρα του. Ωστόσο, οι φωτιές στα φτωχά προάστια του Παρισιού ακόμα σιγοκαίνε. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν να χάσουν και πολλά. Και αυτοί οι άνθρωποι, μέρα με τη μέρα πληθαίνουν. Είναι γύρω μας- δεν είναι «εκεί έξω».

Από την άλλη, κατά πόσο τα παραπάνω εξηγούν τις αψυχολόγητες πράξεις βίας που βιώνουμε καθημερινά; Για παράδειγμα, η πυρπόληση του Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου ήταν μια γροθιά στο σύστημα, ήταν μια πράξη ανεγκέφαλων, ήταν προβοκατόρική ενέργεια; Ποιος έχει την απάντηση;

Όλα αυτά οδηγούν σχεδόν νομοτελειακά στο φόβο, που εξωτερικεύεται με τη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας και με μια (επιθετική) τάση να προστατευθούν τα όποια κεκτημένα.

Ευτυχώς που ο ΣΚΑΙ έχει αναλάβει, μεταξύ άλλων, να τονώσει την εθνική μας ταυτότητα και τη συνέχεια του ελληνισμού, στριμώχνοντας στην τρομακτική λίστα με τους «Μεγάλους Έλληνες» τον Πλάτωνα με τον Άγνωστο Στρατιώτη, το Βασίλειο Βουλγαροκτόνο με τον Άρη Βελουχίωτη, τον Κολοκοτρώνη με τον Ιουστινιανό, τον Όθωνα και τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο και το Θοδωρή Ζαγοράκη και άλλους 91 ανυποψίαστους.
(Σταματάω εδώ το θέμα, γιατί θα θεωρηθεί όλο αυτό εμπάθεια. Εντάξει, ένα θέμα το έχω με τους «Μεγάλους Έλληνες», αλλά φταίει και ο ΣΚΑΙ που με τσιγκλάει κάθε τόσο με σποτάκια και μονόλεπτα δελτία. Όλη αυτή η προβολή έχει φτάσει στα όρια της πλύσης εγκεφάλου!).

Οπότε κύριε λεωφορειατζή, πάτα τους μαυρούληδες που ήρθαν στην τιμημένη Ελλάδα για ένα κομμάτι ψωμί και δεν ξέρουν από Κ.Ο.Κ.. Εμείς εδώ διδάξαμε πολιτισμό (κάποτε).

Και οι νίκες, άγιες νίκες,
Σαν μαχαίρια θα βγουν απ’ τις θήκες


Είθε, γιατί μέχρι τώρα, μόνο μαχαίρια βγαίνουν απ’ τις θήκες.






«Θα ‘ρθουν μέρες», στίχοι Οδυσσέας Ιωάννου, μουσική Θάνος Μικρούτσικος, ερμηνεία Ρίτα Αντωνοπούλου- Θάνος Μικρούτσικος, από το άλμπουμ «Πάμε ξανά απ’ την αρχή», 2008.

17 Μαρτίου 2009

Ξένη πόλη

Αρχίζω να πιστεύω ότι μας περικυκλώνει ο "φόβος του φόβου" στην πόλη που ζω...

Χθες κατηφόρισα με λεωφορείο για το κέντρο, πήγα να δω ένα φίλο -μένει κοντά στο Πολυτεχνείο, να τα πούμε, να δούμε καμιά ταινία...


Περιστατικό πρώτο:

Συμβολή Πειραιώς- Μενάνδρου, την ώρα που πάει να στρίψει το λεωφορείο μου περνούν με κόκκινο τη διάβαση δύο μαυρούληδες. Ο οδηγός δεν κόβει, το λεωφορείο πάει να πέσει πάνω τους, οι πεζοί τρέχουν τελευταία στιγμή στο πεζοδρόμιο κάνοντας αθώες χειρονομίες "θα μας πατήσεις!". Ο οδηγός ανταπαντάει προσβλητικά, παρκάρει το λεωφορείο, κατεβαίνει κι αρχίζει να παίζει ξύλο με τους μαυρούληδες. Το λεωφορείο διπλωμένο Πειραιώς και Μενάνδρου στροφή, κορναρίσματα, βρισιές, ξύλο, βία...


Περιστατικό Δεύτερο:
Επιστρέφω από το φίλο μου. Δεν ήμουν σε μουντ για ταινία, τσάκισα πάντως μια γαβάθα ποπ κορν (πάντα δοκιμάζω ό, τι μου προσφέρουν σε τρίτα σπίτια, είναι αγένεια να αρνείσαι μου έχει πει η μαμά μου).

Στην Πατησίων κλούβες Ματ, ολόκληρος ο δρόμος με ένοπλες περιπολίες, Κάνιγγος το ίδιο, πια πάνω στη Ζωοδόχου Πηγής επίσης, στο ύψος της Λυρικής κι άλλες κλούβες, στις αφετηρίες των λεωφορείων πιο πολλές κλούβες. Ο φόβος της βίας και του φόβου διάχυτος...

Παρατηρώ τα πρόσωπα των ματατζήδων. Δεν τρέφω αισθήματα συμπαθειας γι αυτούς, αλλά είναι κι εκείνοι φοβισμένοι. Ζωσμένοι με χημικά-εκρηκτικά (?), κρατούν σφικτά το όπλο τους. Για να μη δούμε ότι τρέμουν τα χέρια τους. Κάποιοι είναι μικρά παιδιά, φοβούνται περισσότερο από μας.


Θα μου πεις, θα τους λυπηθούμε? Έχουν σκορπίσει τόση βία, τόσο πόνο όλο αυτόν τον καιρό. Έχεις δίκιο...


Όσο όμως μια κοινωνία δημιουργει τη βία, πάντα θα νομίζει ότι έχει ανάγκη τέτοιους μηχανισμούς καταστολής. Και η κοινωνία μας αυτη τη στιγμή είναι γεμάτη φόβο, δυσαρέσκεια, ανασφάλεια, βία. Όσο μια κοινωνία είναι σε παρακμή, πάντα ένα κομμάτι της θα στρέφεται εναντίον ενός άλλου...


Παρατηρώ την πόλη μου. Παρότι ακριβή, άσχημη, βρώμικη, καθόλου φιλική με τους πολίτες της την αγαπώ. Χθες όμως για πρώτη φόρα την αισθάνθηκα ξένη. Κι αυτό είναι το χειρότερο αίσθημα που μπορεί να νιώσει κάποιος για την πόλη του...



Πώς να σε νοιαστεί μια ξένη πόλη
;






Ξένη πόλη των Γιάννη Σπανού- Λευτέρη Παπαδόπουλου. Ερμηνεία: Βίκυ Μοσχολιού από το δίσκο "Η Μοσχολιού τραγουδάει Σπανό" (1977)

15 Μαρτίου 2009

Αχ να ΄ταν η ζωή μας Σαββατόβραδο

Ανοίγω το μπλογκ μας και "κουτουλάω" πάνω στη διαβολεμένη σου διάθεση. Ειδικότερα τώρα, αργά βράδυ Κυριακής, με μια βαρυστομαχιά από τις κραιπάλες του ΣΚ να μην με αποχωρίζεται και φορώντας τις σοβαρές πιτζάμες μου λίγο πριν με πάρει ο ύπνος πάνω στο πληκτρολόγιο, είμαι εντελώς, μα εντελώς εκτός κλίματος. Συμμερίζομαι τη χαζοχαρούμενη διάθεσή σου, χωρίς να μπορώ να την ακολουθήσω.

Εμένα σταθερά από τότε που γνώρισα το τραγούδι «Σαββατόβραδο», δεν με αποχωρίζεται ο στίχος:


«Αχ να ‘ταν η ζωή μας Σαββατόβραδο»

Θα μου πεις, καλά πόσο απέχει η ευχή μου η Κυριακή να ήταν πιο μεγάλη από τη δική σου; Για διαφορά μιας μέρας το κάνεις θέμα; Έλα, μην κάνεις πως δεν ξέρεις ότι ο επόμενος στίχος του ποιητή λέει: "Κι ο χάρος να ‘ρχονταν μια Κυριακή, μια Κυριακή το βράδυ". Και μπορεί να μην περιμένω κάθε Κυριακή το χάρο, ούτε "από Δευτέρα πάλι, πίκρα και σκοτάδι", αλλά είπαμε, όταν ο στίχος στοχεύει στο ψαχνό, το σημάδι πάντα μένει.

Επίσης, μετά από τη δική σου «μαγική» περιγραφή, ό,τι και να πω για το Σαββατοκύριακο μου, ωχριά. Άσε δε που δεν είμαι και σε φάση ανάλυσης. Πάντως, παράπονο δεν έχω, καλά πέρασα- καλά έφαγα- καλά ήπια (δεν οδηγούσα εγώ)- ωραία παρέα είχα, δεν έστρωσα κώλο, όπως λες κι εσύ!

Κλείνω με την ευχή να έχεις όλο και πιο συχνά όμορφες προχθεσινές νύχτες, για να ‘ναι κάθε μέρα Κυριακή για σένα!


(και μεταξύ μας, άσε αυτές τις ποιητικές ψευτιές ότι η άνοιξη σε έχει συνεπάρει)


Σάββατο βράδυ μου έμορφο
ίδιο Χριστός ανέστη







«Σαββατόβραδο» στίχοι Τάσος Λειβαδίτης, μουσική Μίκης Θεοδωράκης, ερμηνεία Στέλιος Καζαντζίδης- Μαρινέλλα από το άλμπουμ «Πολιτεία Α’» 1961.

Ωραία που 'ναι η Κυριακή


Με μια αίσθηση «έχω ένα κομπρεσέρ στο κεφάλι μου να σπάει και τα δύο ημισφαίρια του υποτυπώδους εγκεφάλου μου» ξύπνησα σήμερα ανήμερα Κυριακής… Λίγο η χαλαρότητα της μέρας, με την ανοιξιάτικη ζεστασιά του ήλιου, λίγο η φωνή της Βουγιουκλάκη να με κυνηγάει τραγουδώντας «ωραία που ναι η Κυριακή, μα να ‘ταν πιο μεγάλη…», ενορχηστρωμένη με το παραπάνω κομπρεσέρ, δεν είναι τυχαίο ότι δεν έχω ξεκολλήσει από το κρεβάτι ολημερίς… Θα μου πεις, τέτοια μέρα έξω κι εσύ λιώνεις στο κρεβάτι αντί να κάνεις καμιά βόλτα? Ναι έχεις δίκιο, όμως σκέψου ότι για να έχω ένα κομπρεσέρ να σφυροκοπά στο σγουρό κεφαλάκι μου πάει να πει ότι χθες δεν έστρωσα κώλο μέσα. Κι όντως…


Χθες λοιπόν πετάχτηκα από το κρεβάτι μου σα χαζοχαρούμενο. Ίσως η όμορφη προχθεσινή νύχτα, ίσως η Σκάρλετ ‘Ο Χάρα, που καμιά φορά ξυπνάμε παρέα (Σήμερα είναι μια καινούρια μέρα), με είχε πάντως πλημμυρίσει μια απίστευτη αισιοδοξία και χαζοχαρούμενη διάθεση -κόντρα στη σχετικά πρόσφατη κλιμακτηριακή κρίση ηλικίας…


Μάλλον θα ταν η άνοιξη που με είχε συνεπάρει, δεν εξηγείται αλλιώς. Μου ρχόταν να εκτοξευθώ στους δρόμους σαν πικάντικη μουστάρδα από μπουκάλι (σαν αυτή που στο τέλος σου κάνει ένα χάλι το καινούριο σου μπλουζάκι, είμαστε με το μέρος της μουστάρδας όμως όχι του μπλουζακίου, μην το κάνεις θέμα), να πάω για καφέ, να περπατήσω στο Θησείο –το πιο όμορφο πεζόδρομο της Ευρώπης λέει- να γκομενίσω… Κι αυτά έκανα ολόκληρο Σάββατο:


Πήγα για καφέ, ξαναπήγα για καφέ, ανέβηκα στον Άρειο Πάγο –το βράχο, μη μπερδεύεσαι με το δικαστήριο στην Αλεξανδρας χαζούλα- τσιμπούριασα σ΄ένα φίλο για να μου μαγειρέψει (έχω υπέροχους φίλους το ξέρω), πήγα για μπύρα, πήγα σε κλαμπ, έφαγα βρώμικο μετά το κλαμπ, ε πόσο να αντέξει πια ο γέρικος οργανισμός μου? Άντε μετά από όλα αυτά να βάλω μπρος τη διπλωματική η οποία έχει μπαγιατέψει σαν χαλασμένη κονσέρβα και μόλις ανοίξω το ξεχασμένο αρχείο word μου παίρνει τη μύτη...Κι επειδή πιάσαμε θέματα που δε με συμφέρουν, σε αφήνω με αυτήν χαζοχαρούμενη γλύκα και με την παρακάτω ευχή:


Η Κυριακή, η Κυριακή να ήταν πιο μεγάλη



Κυριακή των Γιώργου Ζαμπέτα- Αλέκου Σακελλάριου, Ερμηνεία: Αλίκη Βουγιουκλάκη από την ταινία του Αλέκου Σακελλάριου Η κόρη μου η σοσιαλίστρια (1966)



13 Μαρτίου 2009

Να ‘ξερα των άστρων το σκοπό

Να ‘ξερα των άστρων το σκοπό, να στον λέω να σε νανουρίζω…

Ναι, θα συμφωνήσω, ας συγκράτησουμε τον μελό εαυτό μας για να μην έχουμε και θύματα από τα ποστ μας. Το να ανοίγεις το μπλογκ και να πέφτεις πάνω στο «Για σένανε μπορώ λεπρό να φιλήσω», δεν είναι και λίγο- ένα σοκ προς στιγμήν το παθαίνεις. Αλλά για να αποκαταστήσω την κ. Σώτια Τσώτου στα μάτια του «άγνωστου αναγνώστη», ήδη παρέθεσα ένα από τα αγαπημένα μου στιχάκια της. Όχι ότι αυτός δεν είναι αρκούντως μελό, αλλά όσο να πεις… εδώ η Γαλάνη «γράφει» αλλιώς! Και κλείνω το θέμα με μια μεγάλη διαπίστωση της στιχουργού, από το ίδιο τραγούδι:

Μάλαμα στα τζάμια το νερό κι ούτε μια σταγόνα δεν ορίζω…

(Έβρεξε και λιγουλάκι σήμερα, έχει μια εικόνα από πραγματικότητα ο στίχος)




Όπερα
Έκπληξη η ύπαρξη μιας σύγχρονης Τζόαν Μπαέζ-και λοιπών προσωπικοτήτων σε μια. Μπράβο στην επιλογή φίλων σου [περιλαμβάνω και τον εαυτό μου εδώ :) ] .

Το σενάριο της παράστασης σίγουρα σου λέω είναι κλεμμένο: πέρσι είχε στο μέγκα ένα σίριαλ με το ίδιο στόρι (ή έστω παρεμφερές, δεν έκατσα ποτέ να το δω). Γοργόνες το λέγανε. Με μια ξανθιά και μια κοκκινομάλλα που η ξανθιά αγάπησε ένα ψαρά. Ο ψαράς ήταν ο Περιστερόπουλος από τους S1ngles, που έπαιζε πάλι τον Περιστερόπουλο σε μορφή ψαρά. Τα άλλα τα πειραματικά εγώ δεν τα καταλαβαίνω, από χωριό είμαι άλλωστε. Αλλά αν ήμουν εκεί, θα έδινα στη φίλη σου και δυο αυγά χωριάτικα να πετάξει και για μένα.


Η Καρυστίανη τώρα, από νησί είναι (μεγαλούτσικο βέβαια- έχει και βουνό και θάλασσα και απ’ όλα τα καλά), έχει τις επιρροές της. Με την Άνδρο στη Μικρά Αγγλία, με την Κρήτη στο Κουστούμι στο χώμα, με την Kωλόνησο στον Άγιο της Μοναξιάς, με όλους τους ωκεανούς στο Σουέλ… το δουλεύει πολύ το θέμα. Απ’ ότι κατάλαβες, τα έχω διαβάσει όλα, ακόμα και την κυρία Κατάκη, στην Kωλόνησο άλλωστε που ζω, κάτι πρέπει να βρω να «σκοτώνω» τον χρόνο μου. Και εγώ είπα να κάνω διπλό το έγκλημα: “σκοτώνω” το χρόνο διαβάζοντας και “κλέβω” ζώντας τις ζωές των χάρτινων ηρώων. Σας ευχαριστώ κυρία Καρυστιάνη…

Να σε αποχαιρετήσω τραβώντας ανέμελα για το Σαββατοκύριακό μου, με ένα θαλασσινό στίχο του Νίκου Καββαδία, μελοποιημένο- αλλά όχι από τον Θάνο Μικρούτσικο:

Του Άλμπορ το φανάρι πότε θα φανεί;

Δεν θα σου την πω, αλλά παρακάτω ο ποιητής δίνει την απάντηση.

Αυτά φίλε Μάρκο, τα λέμε (μεθαύριο). Καλό ΣΚ!



  • «Μου ‘ταξες ταξίδι να με πας», στίχοι Σώτια Τσώτου, μουσική Χρήστος Νικολόπουλος, ερμηνεία Δήμητρα Γαλάνη από το άλμπουμ «Χάνομαι γιατί ρεμβάζω» 1985.
  • «Black and White», στίχοι Νίκος Καββαδίας, μουσική Λάκης Παπαδόπουλος, ερμηνεία Αρλέτα από το άλμπουμ «Περίπου» 1985. Επίσης, το ποίημα υπάρχει στη συλλογή του Ν. Καββαδία «Πούσι» εκδ. Άγρα.
  • Ιωάννα Καρυστιάνη: Διηγήματα «Η κυρία Κατάκη» 1995. Μυθιστορήματα: «Μικρά Αγγλία» 1997, «Κουστούμι στο χώμα» 1997, «Ο άγιος της μοναξιάς» 2003, «Σουέλ» 2006. Όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Για σένανε μπορώ λεπρό να φιλήσω


Αγαπημένη μου
Blackforest,

αν και ο πειρασμός να απαντήσω με ένα σπαραξικάρδιο ποστ στο δικό σου είναι μεγάλος – ο μελό εαυτός μου πάντα καραδοκεί, σα μαυροφορεμένο σουξέ της Μαρινέλλας που ξέρεις πόσο μισώ- αποφεύγω τους συναισθηματισμούς και τις αβρότητες τύπου «τι ωραία που ξαναβρεθήκαμε, μου είχες λείψει πολύ, είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα, πάντα θέλαμε να συνεργαστούμε, στα καμαρίνια περνάμε σούπερ κλπ» και αρχίζω να σου περιγράφω την -αδιάφορη ομολογουμένως- καθημερινότητά μου, ωσάν να καίγεσαι να μάθεις κάθε πτυχή της…

............................................................

Όπερα νάιτ

Χθες λοιπόν πήγα στη Λυρική. Ναι στην παράσταση που έπεσε το ξύλο μεταξύ γκέι ακτιβιστών και γκέι συμβασιούχων της Λυρικής (τώρα αυτό ακούγεται οξύμωρο, γιατί να τσακώνονται οι γκέι, απλά αν κατάλαβα καλά οι (γκέι) συμβασιούχοι δε θέλανε να παίζονται γκέι έργα για να μην καρφωθούν, έχουν κι ένα σοβαρό ίματζ τέλος πάντων).

Ξέρω θα μου πεις πας όπου γίνεται τζερτζελές, και πράγματι δε θα πήγαινα αν δεν ήταν η φίλη μου h Αμαλία να με σύρει, η οποία είναι κάτι σα μια σύγχρονη Τζόαν Μπαέζ- Τζέιν Φόντα- Ατζελίνα Τζολί χωρίς Μπραντ, μια ακτιβίστρια που έχει άχτι κυρίως τον Κακλαμάνη, και ήθελε να πάμε να διαμαρτυρηθούμε για τη φίμωση της τέχνης (είχε πάρει μαζί της και αβγά για κάθε περίπτωση). Έχω και μια μικρή αγάπη στην όπερα - και καθόλου λεφτά πια, ακούω την πονεμένη φωνούλα της τσέπης μου- οπότε με έσυρε...

Εντάξει η παράσταση ήταν καλούτσικη. Η όπερα σε πανελλήνια πρώτη, για τον έρωτα μια νεράιδας του νερού για ένα πρίγκηπα, χάριν του οποίου παρατάει το βυθό και ανεβαίνει στη γη για να φάει τα μούτρα της στον έρωτα με τον συνηθισμένο ανθρώπινο τρόπο.
Η σκηνοθέτις βέβαια της άλλαξε τα φώτα της όπερας, θέλοντας να κάνει μια σπουδή στο θέμα της ταυτότητας και βάζοντας τη νεράιδα να είναι η θηλυκή πλευρά του πρίγκηπα, τον οποίο ταύτισε με έναν γνωστό γκέι Λουδοβίκο.
Πειραματικό και ολίγον προκλητικό ανέβασμα, αμήχανο το χειροκρότημα στο φινάλε, πού να καταλάβει το τάργκετ γκρουπ της Λυρικής με τις ναφθαλιασμένες γούνες και τα φαντεζί καπέλα...

(σ.σ: η παράσταση θα παίζεται μέχρι 15/3)

Δες και τον καβγά των γκέι

http://www.tvxs.gr/v6901

............................................................


Κατα τ' άλλα, αυτές τις μέρες πέρασα αρκετές ώρες στον προαστιακό, παρέα με την Καρυστιάνη, η οποία έχει μια εμμονή με τη θάλασσα. Κι όχι αδικαιολόγητα...
Χάθηκα στις γραμμές της, συγκλονιστικές και βρεγμένες, γεμάτες νόστο και προσμονή. Και διασχίζοντας ταυτόχρονα μέρη γεμάτα ναυτοσύνη -Ελευσίνα, Σκαραμαγκάς- ένιωσα κι εγώ την αίσθηση των ηρώων της, με τα πνιγμένα στους ωκεανούς συναισθήματα, τους ανέκφραστους έρωτες και τους καταδικασμένους στην αναμονή γάμους. Και ο συρμός να περνάει ξυστά από τη θάλασσα -λάδι φαινομενικά αλλά γεμάτη ρεύματα μέσα της- σαν παροπλισμένο πλοίο γεμάτο ταξιδιώτες που δε θα φτάσουν ποτέ στη Μικρά Αγγλία, την Άνδρο κατά τους ήρωες της βιβλίου μας...

Να το διαβάσεις...

............................................................

Χαράζει, φύλα με απ' το μυαλό σου

μόλις συνειδητοποίησα τη μεγαλοσύνη αυτού του στίχου, αντικαθιστώντας ένα γιώτα με ένα ύψιλον...




Σε φιλώ




Για σένανε μπορώ των Αντώνη Στεφανίδη- Σώτιας Τσώτου. Ερμηνεία: Μαρινέλλα, από το άλμπουμ με τ' όνομά της (1981)

Ακίνδυνος
των Νίκου Αντύπα- Λίνας Νικολακοπούλου, Ερμηνεία: Άλκηστις Πρωτοψάλτη, από τις Υδρόγειες Σφαίρες (2000)

Μικρά Αγγλία της Ιωάννας Καρυστιάνη, Εκδόσεις Καστανιώτη (1997)

12 Μαρτίου 2009

Χρόνια στεγνώνει μέσα μου το αμίλητο νερό

Χρόνια στεγνώνει μέσα μου το αμίλητο νερό

Στίχος από καινούριο τραγούδι, ελάχιστα το έχω ακούσει, αλλά ακολουθώντας την προσφιλή συνήθεια μου, εστίασα στο λόγο, ξεχωρίζοντας αυτές τις λιγοστές λέξεις. Αρκούν να τις κρατήσω ως οδυνηρή διαπίστωση και εξίσου οδυνηρά, να την ομολογήσω, μιλώντας για μένα. Και μάλιστα δημοσίως, μέσω αυτού εδώ του μπλογκ. Ποιος θα μου το έλεγε, στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν- ούτε δέκα μέρες δεν είναι, ότι θα βρισκόμουν πίσω από ένα μπλογκ- σπασμένο καθρέφτη που αντανακλά το μέσα μου εαυτό …

Αγαπητέ Μάρκο, λες, οι άνθρωποι αλλάζουν… ίσως και να (μην) αλλάζουν.
Αλλά κάτι μου λέει ότι

εμείς οι δυο, τόσο κουτοί σταθερά!



Σε ότι αφορά τη «σοβαρή» μου ζωή, την απεκδύομαι με ευκολία (ή καλύτερα, με χαρά) όταν κρίνω ότι το έδαφος είναι πρόσφορο. Το θέμα είναι, πόσες ευκαιρίες στην καθημερινότητα μας έχουμε για να επιστρέφουμε στην αλήθεια της ζωής μας;

Πριν χωρίσουν οι δρόμοι μας, όταν ακόμα από το δικό μου και από το δικό σου μπαλκόνι αντικρίζαμε την ίδια θέα, όταν τα στιχάκια μας δεν τα ανταλλάσσαμε γραπτώς αλλά ανεβάζοντας την ένταση του στερεοφωνικού (σε αυτό το σημείο να ευχαριστήσω τους γείτονες μας για την ανοχή τους!), σου είχα στείλει το εξής “μήνυμα”:

Οπού κι αν πας θα ‘σαι πάντα εδώ,
θα ‘χεις κλειδί και θ’ ανοίγεις την πόρτα,
όμως φοβάμαι μωρό μου μη φύγω εγώ,
έλα να πάμε οι δυο μας μια βόλτα


Υπολογίζω ότι δεν το θυμάσαι, αλλά ήταν εξαιρετικά αφιερωμένο και αληθινό… (εξαιρώ το στίχο με τον καφέ και τα τσιγάρα- δεν μου ήταν ποτέ απαραίτητα). Με περίεργο τρόπο, η ζωή έπαιξε το παιχνίδι σύμφωνα με τους όρους που έθεσαν άθελά τους αυτοί οι στίχοι και να λοιπόν, ήμουν εγώ αυτή που έφυγα.
Αλλά το κάλεσμα εξακολουθεί να ισχύει… ας ξεκινήσουμε λοιπόν αυτή τη διαδικτυακή βόλτα μας κι όπου μας βγάλει!

  • "Αμίλητο νερό" στίχοι Ισαάκ Σούσης, μουσική Μίνως Μάτσας, ερμηνεία Χάρις Αλεξίου από το τη μουσική για την ταινία του Τώνυ Λυκουρέση "Σκλάβοι στα Δεσμά τους", 2009.
  • "Εμείς οι δυο" στίχοι Λίνα Νικολακοπούλου, μουσική Νίκος Αντύπας, ερμηνεία Άλκηστις Πρωτοψάλτη από το άλμπουμ "Σαν ηφαίστειο που ξυπνά" 1997.
  • "Άδωνις" στίχοι-μουσική Σταμάτης Κραουνάκης, ερμηνεία Άλκηστις Πρωτοψάλτη από το άλμπουμ "Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ" 1985.

Επιστολή


Άμα σου 'γραφα ένα γράμμα
άμα σου 'γραφα ένα φως

θα είχε του μωρού το κλάμα

όπως κλαίει ένας σοφός

σαν κρεμάει τον κόσμο τάμα

στην Αγάπη που 'ναι η πιο παλιά τροφός


Αγαπητή Blackforest,

με τα σοφά λογάκια της Λίνας να παρακινούν συναισθήματα, ξεκινώ αυτή την πρώτη επιστολή στην παλιά μου φίλη.

Παρά τις παράλληλες διαδρομές μας -εσύ στο νησί κι εγώ στην μεγαλούπολη- καιρό τώρα η επιθυμία να σου γράψω επανερχόταν ιδεοληπτικά. Δεν ξέρω όμως ποια κρατήματα με σταματούσαν, ποιοι δισταγμοί με κλόνιζαν να μη σου χτυπήσω την πόρτα. Ίσως ο φόβος μη βιώσουμε -μετά από αιώνες χαμένοι στις ζωές μας- το ίδιο αίσθημα που ένιωσε ο Σαββόπουλος στη συνάντηση με την παιδική του φίλη Άννα:

Αγάλματα κομμάτια στα μάτια της τα δυο
βομβαρδισμένες πόλεις ναυάγια στο βυθό


Δεν ξέρω λαχταριστή μου Blackforest από πού να βάλω αρχή.
Πώς να σε εισάγω πάλι στη ζωή μου, να δούμε παρέα που βρίσκομαι, αν προχώρησα, αν μετεωρίζομαι στις ίδιες ιδέες και όνειρα. Πώς να χωρέσει εδώ μέσα το κλάμα του μωρού και του σοφού…

Πώς ξεκινάς να λες στον άλλον για τη ζωή σου όταν έχουν συμβεί τόσα πολλά και τόσα λίγα μαζί, μου θυμίζει reunion με τους φίλους από το σχολείο όπου θες να φανείς επιτυχημένος και ευτυχισμένος, λες και περισσότερο σε πειράζει μην καταλάβουν οι άλλοι ότι δεν κατάφερες κανένα από τα δύο παρά το αίσθημα της αποτυχίας καθεαυτό…

Και έπειτα, οι άνθρωποι αλλάζουν (εντάξει δεν το πολυπιστεύω αυτό αλλά ποτέ δεν ξέρεις) μπορούμε πάλι να επικοινωνήσουμε, να μιλήσουμε με τον ίδιο τρόπο, με τις ίδιες αναφορές ή μήπως ο κοινός μας κώδικας χάθηκε από τη σκληράδα της καθημερινότητας, την αμείλικτη τριβή της «σοβαρής» μας ζωης?

Γι’ αυτό αγαπητή μου φίλη θα επιλέξω να σου γράφω σαν να μη χωριστήκαμε ποτέ, σαν μην μπήκαν ποτέ ανάμεσα μας ολόκληρες θάλασσες και διαφορετικές πορείες και μας χώρισαν, σαν να ήμασταν πάντοτε δίπλα και ζούσαμε από κοινού τη ζωή μας και τη μοιραζόμασταν τρυφερά. Γιατί θέλω να σε ξαναβρώ, να σε ξανασυναντήσω –έστω μέσω αυτού του μπλογκ- ακόμα κι αν χρειαστεί να σε γνωρίζω πάλι από την αρχή.


Κανείς -θα πλανηθούμε μοναχοί
θάλασσες πόλεις έρημοι σταθμοί


ας μην πλανηθούμε άλλο μοναχοί, αυτή η λέξη «κανείς» είναι αδυσώπητη, όμως γιατί να μην προσπαθήσουμε να τη νικήσουμε…






Σε φιλώ…
Μάρκος



Επιστολή των Νίκου Αντύπα- Λίνας Νικολακοπούλου. Ερμηνεία: Άλκηστις Πρωτοψάλτη, από τις Υδρόγειες Σφαίρες (2000)

Είδα την Άννα κάποτε
του Διονύση Σαββόπουλου, από το Περιβόλι του τρελού (1969)