20 Ιουλίου 2010

Η πόλις

Δεν είχε χωριό. Όλοι έρχονταν από κάπου, μόνο εκείνη αισθανόταν να γεννήθηκε στο πουθενά. Έβλεπε τους άλλους να φεύγουν σαββατοκύριακα κι αργίες για το χωριό τους επιστρέφοντας με βαλίτσες γεμάτες σπιτικά φαγητά ή να αποτοξινώνονται τα καλοκαίρια στο πατρικό- άσυλο μακριά από την Αθήνα κι αισθανόταν ξένη. Όχι ξένη, μετέωρη. Χωρίς ρίζες, ξεκρέμαστη, σαν ένα χέρι να την παράτησε στη πόλη αυτή.

Είχε γεννηθεί εδώ. Πριν 37 χρόνια. Θυμόταν ελάχιστα τη γειτονιά της, κάπου στο Παγκράτι. Μπαλκόνια με γλαστράκια, το θερινό σινεμά -ίσως να είναι ακόμα ανοιχτό, η λαϊκή αγορά όπου πήγαινε με τη μαμά της κάθε Τρίτη πρωί πρωί. Πολυκοσμία, μελαμψές γυναικες με μαντήλια, φωνές, λαχανικά σε δραχμές. Εκείνη κοριτσάκι να παρατηρεί από χαμηλά το θορυβώδη κόσμο, τους λαιμούς των νοικοκυρών και τις σφικτές παλάμες τους στα καρότσια, το χέρι της μητέρας που την έσερνε μες στο πλήθος.

Μετά συσκότιση. Δεν είχε άλλη ανάμνηση από τη γειτονιά, καμία θύμηση από τη μετά ζωή της εκεί. Οικογένεια, σχολείο, εφηβεία και πανελλήνιες είχαν απωθηθεί στην πιο σκοτεινή περιοχή της μνήμης της. Θυμόταν μόνο τα παιδικά της χρόνια, σαν να έζησε αποκλειστικά ως παιδί περνώντας κατευθείαν στην ενήλικη ζωή, τότε που
άνοιξε την πόρτα και έφυγε τελεσίδικα από το πατρικό της, τη μέρα που πέρασε στο πανεπιστήμιο.

Πήγε να ζήσει στο δυαμισαράκι -δώρο του πατέρα για τη θριαμβευτική είσοδο στη Φιλοσοφική- σε μια ερημική γειτονιά στο Γαλάτσι. Έκτοτε ζούσε μόνη της εκεί. Κάποια στιγμή είχε μείνει και ο πρώην άντρας της, λίγο στριμωχτά είναι η αλήθεια. Πάνε τρία χρόνια που χώρισαν, κοινή συναινέσει. Ένα ήσυχο κυριακάτικο πρωινό, ξύπνησαν σιωπηλοί, ήπιαν τον καφέ τους αποφεύγοντας να συναντηθούν οι ματιές τους, μάζεψαν παρέα τη βαλίτσα του, φιλήθηκαν τελευταία φορά και χώρισαν οριστικά.

Δεν της έλειπε πια. Μόνο τα καλοκαίρια νοσταλγούσε τις διακοπές που μοιράστηκε μαζι του. Ήταν ο πρώτος που την είχε πείσει να φύγει από την πόλη. Ταξίδευαν με τη μηχανή του,
γύριζαν κάθε γωνιά της Ελλάδας, περνούσαν ολόκληρη την άδειά τους μαζί, είκοσι μέρες πετώντας με μια σέλα, ακτή ακτή, κατακτούσαν όποια ερημική παραλία υπήρχε, έκαναν μπάνιο, μετά έρωτα -συχνά μόνο έρωτα- και αποκοιμόντουσαν γυμνοί.

Μετά το χωρισμό δεν είχε ξαναφύγει από το λεκανοπέδιο ούτε είχε ξαναπάει διακοπές. Δεν το είχε επιδιώξει. Πού να πάει κιόλας. Οι φίλες της προτιμούσαν τα κοσμοπολίτικα νησιά, Μύκονο, Σαντορίνη, μπιτς μπάρ και μοχίτος, εκείνη νοσταλγούσε ελευθερία, να γύριζε πάλι την Ελλάδα από άκρη σ άκρη, παράλληλα με τη θάλασσα, να ξαναθυμόταν κάθε παραλία που είχε εξερευνήσει μαζί του, όχι για εκείνον αλλά για την εποχή που ένιωσε πρωτόγνωρα ελεύθερη, τότε που για λίγο η ζωή της έτρεξε ορμητικά κόντρα στον άνεμο προσπερνώντας κάθε τι θλιβερό, όχι σαν τώρα που ζωή της ήταν η ίδια η θλίψη.

Αύριο ξεκινούσε η άδειά της. Εικόσι ολόκληρες μέρες που δεν είχε πάλι πώς να ξοδέψει. Όλοι περιμέναν γκρινιάζοντας να φτάσει ο Αύγουστος, να φύγουν και να επιστρέψουν μαυρισμένοι το Σεπτέμβρη ανταλλάσσοντας μετά εμπειρίες από παραλίες και ταβερνάκια δίπλα στη θάλασσα, εκείνη πάλι μισούσε αυτό το μήνα, που έμενε στην Αθήνα, ολομόναχη σε μια πόλη άδεια -εγκαταλειμμένη- με την παρέα αδέσποτων και πρεζονιών, περίπτερα κλειστά, πολυκατοικίες με παντζούρια κατεβασμένα, μπαλκόνια
έρημα, μοναδική υποψία ζωής οι σκιές των διαρρηκτών στις ταράτσες, να, τουλάχιστον εκείνη δεν είχε ν' ανησυχεί ότι θα γύρισε πίσω το Σεπτέμβρη αντικρύζοντας το σπίτι της ανοιγμένο.

Φέτος δεν άντεχε όμως πάλι εδώ. Ανυπόφορο καλοκαίρι, τσιμέντα να βράζουν, κλιματιστικό να υπολειτουργεί, ο φωταγωγος να μυρίζει από τη ζέστη, εκείνη μόνη στη βεράντα να μετράει πόσα αυτοκίνητα πέρασαν όλο το βράδυ -πάντα μονοψήφιος αριθμός. Φέτος θα έφευγε, θα μπαινε στο τρένο -τα πλοία τα μισούσε, να γιατί απέφευγε τα νησιά- ίσως Χαλκιδική, και η Καβάλα έχει ωραίες παραλίες, γιατί όχι Πελοπόννησο, ακόμα και κατακαμμένη έχει ένα σωρό ομορφιές.

Ετοίμασε το σάκο της, πετσέτα, αντιηλιακό, λίγα φρούτα για τη λιγούρα μετά το μπάνιο κι ένα βιβλίο "γυναικείας λογοτεχνίας" (έτσι τα αποκαλούσε υποτιμητικά εκείνος) και ήταν έτοιμη για τις διακοπές της.
Δε θα πήγαινε μακριά. Και φέτος εδώ γύρω θα την έβγαζε. "ΑΜΒΡΑΚΙΑ, Θαλάσσια-μπάνια-και-εκδρομές-στην-πανέμορφη-Αττική-με-δικά-μας-υπερπολυτελή-λεωφορεία", παρέα με γριές και μοναχικούς αγνώστους, όχι πια αγνώστους αλλά οικεία πρόσωπα, τους ήξερε από πέρυσι, τους έβλεπε καθημερινά στο λεωφορείο, και φέτος θα της χαμογελούν αλληλέγγυα κάθε φορά που θα διασχίζει το διάδρομο για να βρει θέση δίπλα στο παράθυρο, να μπορεί να βλέπει θάλασσα και ν' αγναντεύει τις ακτές, να ξεγελιέται ότι φεύγει, όχι βέβαια με μηχανή σαρώνοντας την Ελλάδα, ούτε με ΚΤΕΛ φτάνοντας σ' ένα ιδανικό χωριό αλλά τουλάχιστον μακριά για λίγες ώρες από τον ήχο του χαλασμένου κλιματιστικού και την απόλυτη σιωπή της πόλης.

Γιατί δεν είχε χωριό να πάει, ούτε εξοχικό στον τόπο των γονιών της, να φεύγει τα τριήμερα και τον Αύγουστο σαν τους άλλους και να επιστρέφει ήρεμη από την αστική ένταση, ήταν Αθηναία χωρίς ρίζες και καταγωγή, γεννήθηκε εδώ και δε μπορούσε να φύγει, άλλο την εποχή που ήταν με εκείνον, τώρα καθηλώθηκε στην πόλη για πάντα, κι αν έφευγε, άδικος κόπος, την πόλη μέσα της θα κουβαλούσε.



(Στη θέση της φωτογραφίας θα έπρεπε να υπάρχει το τραγούδι "Η Πόλις" της Λένας Πλάτωνος, σε ποίηση Κωνσταντίνου Π. Καβάφη και ερμηνεία Γιάννη Παλαμίδα, το οποίο όμως δεν έχει ακόμα δισκογραφηθεί. Θα αναρτηθεί κανονικά μόλις βρει το δρόμο για τη δισκογραφία)



H πόλις του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, σε μουσική της Λένας Πλάτωνος. Ερμηνεία: Γιάννης Παλαμίδας. Αδισκογράφητο προς το παρόν.

12 Ιουλίου 2010

Κύκλος Καβάφη

Στα ακουστικά μου παίζει ο Καβάφης. Στέκομαι όρθιος στο μετρό, κλείνω τα μάτια και βλέπω το σκοτάδι των ποιημάτων.

Να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο κραυγάζει ο Παλαμίδας και ο καταραμένος λόγος του Ποιητή κυλάει στα καλώδια-φλέβες του Ipod.

Λαρυγγισμοί που διαπερνούν τα τύμπανα, ηλεκτρομπίτς που ταρακουνούν, χειροκροτήματα και επευφησμοί ανάμεσα στα τραγούδια, ολόκληρη η καβαφική ειρωνεία σε
μια πειρατική ηχογράφηση.

Την μια μονότονην ημέραν άλλη
μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί.

Ανοίγω τα βλέφαρα και είναι μπροστά μου. Το άδειο πιάνο της Πλάτωνος στην ορχήστρα, εκείνη που παρακολουθεί με κλειστά μάτια, σφιγμένα χείλη κι αταραχη ικανοποίηση τον ιδανικό της ερμηνευτή να συνταράσσεται στο αρχαίο κοίλο, το γαλάζιο της φόρεμα που ξεχωρίζει στα πρώτα καθίσματα.

Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ' εμπροστά μας

Ο Παλαμίδας στα μαύρα, απόκοσμος, κατασκότεινος όπως οι μελωδίες, φιγούρα από ταινία τρόμου του βωβού, μια φωνή
απόγνωσης σ' ένα κρεσέντο θλίψης και διαστημικών ήχων.

Ο συρμός τρέχει στο σκοτεινές στοές.
Η φωνή του απλώνει, αντηχεί, κατεβαίνει σε δυσθεώρητα βάθη, παλινδρομεί στις μίξεις, εκρήγνυται και επιστρέφει τσακισμένα ανθρώπινη.

Εδω ας σταθώ

Μ' επαναφέρει το σφύριγμα της πόρτας.
Φτάνω σε λίγο στο σταθμό μου. Δεκατρία τραγούδια στη διαδρομή Κατεχάκη-Πανεπιστήμιο. Η πόρτα ανοίγει, ο κόσμος ξεχύνεται στις σκάλες, στα αυτιά μου το τελευταίο ανκόρ, βγαίνω αργά από το βαγόνι και καταλήγω πάλι στο διάζωμα. Η συναυλία ξεκινάει. Η Πλάτωνος ανεβαίνει και πάλι στην ορχήστρα, την κρατάει από το χέρι ο φίλος της Αντώνης Μποσκοΐτης, Είμαι λαχανιασμένη απολογείται και ξεκινάει το πιάνο της...

(Εδώ θα ακούσετε τις πρόβες για την "Πόλιν" του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη όπως τη μελοποίησε η Λένα Πλάτωνος και ανέβασε ο Αντώνης Μποσκοΐτης στο μπλογκ του Άσματα και Μιάσματα)


Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον, 1911, του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, σε μουσική της Λένας Πλάτωνος και ερμηνεία του Γιάννη Παλαμίδα. Αδισκογράφητο προς το παρόν.

Μονοτονία, 1908, του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, σε μουσική της Λένας Πλάτωνος και ερμηνεία του Γιάννη Παλαμίδα. Αδισκογράφητο προς το παρόν.

Η θάλασσα του πρωιού, 1915, του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, σε μουσική της Λένας Πλάτωνος και ερμηνεία του Γιάννη Παλαμίδα. Αδισκογράφητο προς το παρόν.

9 Ιουλίου 2010

Η Λένα Πλάτωνος μελοποιεί Καβάφη


Με τον "Καρυωτάκη" της και τις δεκατρείς ηλεκτρονικές της ελεγείες, μού έκανε παρέα όταν το σκοτάδι ήταν ο μόνος τρόπος. Τριάντα χρόνια σχεδόν μετά, η νέα της απόπειρα να μελοποιήσει Καβάφη -τον Ποιητή των Ποιητών- είναι για μένα ένα μεγάλο γεγονός.


Η
Λένα Πλάτωνος - η πολυαγαπημένη μου συνθέτις και τραγουδοποιός- παρουσιάζει τον "Κύκλο Καβάφη", την εργασία της πάνω σε δεκατρία ποιήματα του Αλεξανδρινού ποιητή σε δύο βραδιές στη Μικρή Επίδαυρο από τις οποίες δε θα μπορούσα να λείψω.

Ξέρω οτι δε θα είναι εύκολο εγχείρημα. Ο Καβάφης δεν υποτάχθηκε ποτέ σε συνθέτη. Η ίδια άλλωστε η Πλάτωνος είχε δηλώσει παλιότερα ότι δε μελοποιείται. Είμαι σίγουρος όμως ότι η προσέγγισή της θα είναι τουλάχιστον ενδιαφέρουσα, κι αν κρίνω από τις αναρτήσεις του φίλου και συνεργάτη της Αντώνη Μποσκοΐτη στο μπλογκ του Άσματα και Μιάσματα, θα έχουμε να κάνουμε με μια εντυπωσιακή μελοποίηση. (Ρίχτε και ματιά σε κείμενό του που δημοσιεύτηκε στη Λάιφο)

Βασικός ερμηνευτής θα είναι ο Γιάννης Παλαμίδας -
συνοδοιπόρος από τα παλιά της Πλάτωνος- ενώ μαζί του θα τραγουδήσουν και δύο κυρίες: Η Σαββίνα Γιαννάτου και η Victoria Bozhyk συμμετεχοντας στο δεύτερο μέρος- αναδρομή σε ολόκληρο το πλατωνικό έργο.

Ανυπομονώ!




Η Λένα Πλάτωνος μελοποιεί Καβάφη. Μικρή Επίδαυρος, 9 και 10 Ιουλίου, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Εισιτήρια: 30, 20€/ Φοιτητικό: 10€. Τηλεφωνική Προπώληση με πιστωτική κάρτα & πληροφορίες: 210 3272000.

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
Ποίηση Κώστα Καρυωτάκη, σε μουσική Λένας Πλάτωνος. Ερμηνεία: Σαββίνα Γιαννάτου. Άλμπουμ: "Καρυωτάκης- Δεκατρία τραγούδια" (1982).

Το βίντεο ανήκει στον χρήστη
labapr.