7 Ιουνίου 2012

"Οι μέρες του φωτός"

Μπορώ να μιλήσω με δύο ιδιότητες γι' αυτόν το δίσκο. Η πρώτη είναι του μουσικόφιλου και (τελευταίως μαραζωμένου) ακροατή ελληνικού τραγουδιού. Η άλλη -η υποκειμενικότερη- είναι αυτή του ομήλικου,  που ανήκει δηλαδή στην ίδια γενιά με τους δημιουργούς. Η πρώτη ιδιότητα επιβάλλει κριτική ικανότητα και απόσταση, η δεύτερη λειτουργεί με αίσθημα και ταύτιση.

Ως σχετικά παιδευμένος ακροατής ελληνικού τραγουδιού θα έλεγα ότι οι "Μέρες του φωτός" είναι ένας δίσκος που φέρνει φως στην ταλαιπωρημένη ελληνική δισκογραφία. Έίναι ένα μουσικό έργο ελπιδοφόρο για όσους αγαπούν και πιστεύουν ακόμα το "έντεχνο" τραγούδι, όχι γιατί είναι αλέγκρο ως ηχόγραφημα ή ελαφρύ όπως υποτιθέμενα έχει ανάγκη η μίζερη εποχή, αλλά γιατί είναι το πρώτο μετά από καιρό ελληνικό άλμπουμ που συζητήθηκε, "έκανε κατάσταση" και γέννησε υψηλές προσδοκίες κι ανυπομονησία: Αρχικά ως μέρος μουσικών παραστάσεων και σουξέ ιδιωτικών ηχογραφήσεων του you tube, μετά ως μικρός αστικός μύθος για την αργοπορημένη του κυκλοφορία, τις συμπληγάδες να βρει δισκογραφική εταιρεία, να ηχογραφηθεί και να φτάσει αισίως (αφού πρώτα διατεθεί ψηφιακά στο διαδικτυακό Βήμα) στα ράφια των ελάχιστων δισκοπωλείων της χώρας .

Τα δώδεκα τραγούδια του διπλού άλμπουμ (έξι με σύγχρονο περίβλημα στην πρώτη πλευρά, έξι με πιο νοσταλγικό ήχο στη δεύτερη) αποδεικνύουν την άνεση των τριών δημιουργών να φτιάχνουν όμορφα τραγούδια μεταπηδώντας ακομπλεξάριστα μεταξύ διαφορετικών μουσικών ειδών, ήχων και αισθημάτων. Γιατί μπορεί η απόσταση που χωρίζει το καθαρόαιμα ποπ "Δωμάτιο" από τον εξαιρετικό έντεχνο -ξαρχακομουτσικού τύπου- "Λοχαγό έρωτα" ή τη σχεδόν ακραία εξωστρεφεια των ομώνυμων "Μέρες του φωτός" από την αφοπλιστική τρυφερότητα του "Γλάρου" να ακούγεται τεράστια στα αυτιά ενός ανυποψίαστου ακροατή, στο δίσκο αυτό όμως μοιάζει ελάχιστη, μηδαμινή θα έλεγα, χαρη στη συνθετική-ενορχηστρωτική μαεστρία του Καραμουρατίδη, την ακρίβεια στην έκφραση/ εικονοποιία του Ευαγγελάτου και φυσικά την ερμηνευτική άνεση της Μποφίλιου (η οποία αναμφισβήτητα είναι πια μια μεγάλη τραγουδίστρια με ισότιμο μερίδιο στο δημιουργικό κομμάτι). Μπορώ να πω χωρίς υπερβολή ότι θεωρώ το δίσκο τους αυτο ό,τι πιο προσωπικό και ολοκληρωμένο έχουν παρουσιάσει μέχρι τώρα σαν ομάδα, δικαιώνοντας απόλυτα το υπερβολικό hype που συνόδευε το επόμενο βήμα τους ολους αυτούς τους μήνες.

Έπειτα μπορώ να μιλήσω με την ιδιότητα κάποιου που ανήκει στη γενιά των τριάντα. Μιας γενιάς κοινωνικοοικονομικά ακυρωμένης αλλά ενδεχομένως αισιόδοξης ότι ήρθε η σειρά της να λάμψει τώρα που το παλιό καταρρέει με κρότο: "Μια εποχή τελειώνει" λέει το ομώνυμο τραγούδι, σαφής αναφορά στη σύγχρονη κάτασταση. Και παρότι το υπόλοιπο έργο δε σχολιάζει ανοιχτά, ούτε δημαγωγεί με αφορμή την ελληνική κρίση, θα έλεγα ότι το απασχολεί εσωτερικευμένα. Ναι μεν ο έρωτας είναι η βασική θεματολογία, είναι ιδωμένος όμως με ψυχαναλυτικές/ ψυχολογικές παράμετρους: τη συναισθηματική ανωριμότητα, την άρνηση της ενηλικίωσης, τα μονίμως ανοιχτά μέτωπα με την οικογένεια, τα ιερά και τα όσια, ό,τι δηλαδή συνιστά κατά τη γνώμη μου αιτία της νεοελληνικής παθογένειας. Και κάθε τραγούδι επιχειρεί μια γενναία ενδοσκόπηση, μια αυτοκριτική με όρους εξομολόγησης, καλώντας τον ακροατή να λαβει μέρος σε ολιγόλεπτες συνεδρίες όπου ανατέμνονται θέματα όπως το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, η σχέση με τον πατέρα, τα ερωτικά απωθημένα, οι ψυχαναγκασμοί, η κοινωνική ηθική.

Να προσθέσω τέλος ότι οι "Μέρες του φωτός" είναι ένας δίσκος για την πρώτη μου κρίση ηλικίας. Την κρίση των τριάντα. Περιέχει τα βασικά θέματα που με απασχόλησαν στην προσωπική μου ανασκόπηση λίγο πριν καινούρια δεκαετία: τον έρωτα, την οικογένεια, την παιδική ηλικία, τη διαρκώς παρούσα μητέρα, τη νοσταλγία. Πώς συνυπάρχουν, διασταυρώνονται και απωθούνται όλοι αυτοί οι καταλύτες στη τριαντάχρονη ζωη μου. Πώς επαναπροσδιορίζονται εντός μου και πώς θα πορευτώ μαζί τους μετά το κατώφλι των τριάντα.

Οι "Μέρες του φωτός" είναι ένας βαθιά προσωπικός μου δίσκος. Τον αγάπησα πάραυτα και τον καταχώρησα στο πιο ξεχωριστό ράφι της εντός μου δισκοθήκης.



Μονόλογος σε μουσική Θέμη Καραμουρατίδη, στίχους Γεράσιμου Ευαγγελάτου κι ερμηνεία Νατάσσας Μποφίλιου. Από το δίσκο "Οι μέρες του φωτός" (2012).