28 Ιουνίου 2009

πίξελ



Βγαίνω από ένα δεκαπενθήμερο που βάλθηκε να μετρήσει τις αντοχές μου. Πάνω-κάτω, δουλεία, σεμινάριο, κάτι που έμοιαζε με διακοπές σε συμπιεσμένη μορφή... Έχασα την επαφή μου με τις εξελίξεις. Μουσεία εγκαινιάζονται, ΜΜΕ παθαίνουν κρίση και κλείνουν σε μία νύχτα, σε ένα μακρινό πλανήτη, χαμπάρι δεν πήρα.

Αντάλλαξα τον πολύτιμο ύπνο μου με θάλασσα, μπύρες, πολλή δουλειά, ανθρώπους. Στοιβάχτηκαν τα εισερχόμενα στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, έπεσε σε αχρηστία το msn, το facebook ούτως ή άλλως το βαριέμαι και δεν, αράχνιασε και το μπλογκ (από μεριάς μου).

Μέσα σε αυτό το χαμό, έπεσε στα χέρια μου και το "Πίξελ" της Δήμητρας Γαλάνη και ταίριαξε με το ανελέητο μπιτ της καθημερινότητάς μου.Εντάξει, δεν είναι μόνο μπιτ το "πίξελ", ούτε η καθημερινότητά μου. Παίζει πού και πού το "esse olhar-χειροκρότημα" ή το "Δεν είμαι από δω" στην ήρεμη εκτέλεση του, η πρώτη του Παυλίδη- καμία σχέση.

Αλλά, έχει κι ένα μεγάλο αλλά. Υπάρχουν πράγματα που δεν τα αντέχω. Και σε αυτά ήρθε να προστεθούν "τα χάρτινα" σε διασκευή των Imam Baildi. Πολιτισμικό σοκ. Κλίμα γηπέδου ή αρένας- μετά "φωτιά" και μετά ένα παλικάρι ονόματι Mc Yinka. Τι λέει, γιατί το λέει και πώς το λέει... Απ' όλους τους στίχους του τραγουδιού, πέντε λέξεις του έκαναν εντύπωση: "φωτιά στα χάρτινα τα όνειρα" και εν μέσω ιαχών, επιφωνημάτων και άλλων άσχετων, μας τις επαναλαμβάνει οκτώ φορές με τον γλυκό του τρόπο. Όχι άλλη (τέτοια) φωτιά, όχι άλλο κάρβουνο, να χαρείς παλικάρι μου!

Μετά πάλι το "Ζω", τέτοιο μπρίο να έχει στην ηχητική του υπόκρουση ο στίχος "μονάχη συνηθίζω τον κόσμο ν' αντικρίζω σε σπίτι αδειανό" σε κάνει να λες ότι όντως, έχει επιτευχθεί η υπέρβαση. Έτσι και η υποψία, η οποία μου 'χε μείνει από την πρώτη εκτέλεση ότι επανάληψη του Ζω/ξαναζώ γίνεται μπας και λειτουργήσει ως αυθυποβολή, διασκεδάζεται πλήρως στην εκδοχή των Marsheaux.

Σταματάω εδώ τις όποιες κακιούλες (που τις έχω "έξω- έξω" εδώ που τα λέμε) για να καταλήξω με δυο λόγια ότι το "πίξελ" φρέσκαρε (περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένα, υποκειμενικό είναι αυτό) αγαπημένα τραγούδια -κυρίως, αλλά όχι μόνο, επιτυχίες- για τα οποία θα υπάρχει πάντα η πρώτη εκτέλεση για να ανατρέξουμε ;) . Με εκπλήσσει ευχάριστα με τη γενναιότητα του να βγάλει από τα συρτάρια τα "συρτάρια" και να μας (ξανά)συστήσει το εικοσάχρονο "Τίποτα" που ήρθε νωρίς στην "πόλη" και δύσκολα μας αποχωρίζεται.

Όλα τα νέα της παλιά
παλιά τραγούδια τραγουδά
σ' άδεια συνθήματα ακουμπά
παλιές ιδέες συζητά






Υ.Γ. Τώρα Μάρκο μου, αναρρωτιέσαι τι με έπιασε και σου λέω για αυτό το cd. Τι ήθελες δηλαδή, να σου πω τι λέει η οδηγία 2004/18/ΕΚ; Ούτε εγώ καιγόμουνα να μάθω, αλλά δεν μπόρεσα να το αποφύγω.


  • "Πίξελ", cd της Δήμητρας Γαλάνη, 2009, εκδόσεις ΣΚΑΪ.
  • "Χειροκρότημα", στίχοι Λίνα Νικολακοπούλου, μουσική Δήμητρα Γαλάνη. Πρώτη εκτέλεση από την Άλκηστη Πρωτοψάλτη στο δίσκο "Δικαίωμα" 1988. Στο "πίξελ" ως "esse olhar-χειροκρότημα", Ilias Katelanos remix, στίχοι στα πορτογαλικά απο τη Μιράντα Βερούλη, μαζί τραγουδά η Αθηνά Ρούτση.
  • "Δεν είμαι απο δω" του Παύλου Παυλίδη από το cd του "Άλλη μια μέρα" 2007. Στο "πίξελ" σε διασκευή των Δ. Γαλάνη, Π. Παυλίδη και Χρ. Μουράτογλου.
  • "Τα Χάρτινα", στίχοι Νίκος Μωραΐτης, μουσική Τάκης Σούκας. Πρώτη εκτέλεσή στον ομώνυμο δίσκο του 1997. Στο cd "πίξελ" σε διασκευή των Imam Baildi, φωνητικά Mc Yinka.
  • "Ζω", στίχοι Κώστας Τριπολίτης, μουσική Γιώργος Χατζηνάσιος από το δίσκο "Εικόνες" 1979. Στο cd "Πίξελ" σε διασκευή των Marsheaux.
  • "Συρτάρια", στίχοι Λίνα Νικολακοπούλου, μουσική Δήμητρα Γαλάνη από το δίσκο "Ανάσα η τέχνη της καρδιάς" 1995. Στο "Πίξελ" σε διασκευή του Χρυσόστομου Μουράτογλου.
  • "Τίποτα", στίχοι Παρασκευάς Καρασούλος, μουσική Στέφανος Κορκολής από το δίσκο "Παλίρροια" 1989. Στο πίξελ, Cyanna version, αγγλικοί στίχοι Spyreas Sid.

18 Ιουνίου 2009

Νερό σταματημένο σε δροσερή πηγή


Καλό να 'ναι το ταξίδι.
Να προσέχει και να μη με ξεχάσει...




Πάει έφυγε το τρένο, έφυγες κι εσύ
σταλαγματιά χρυσή
πάει χάθηκε το τρένο, χάθηκες κι εσύ
σε γαλανό νησί

Πήρες απ' το καλοκαίρι στο μικρό σου χέρι
το λαμπερό τ'αστέρι και πήγες σ'άλλη γη
μ' όνειρα κι εγώ πηγαίνω να σε περιμένω
νερό σταματημένο σε δροσερή πηγή


Πάει έφυγε το τρένο των Μάνου Χατζιδάκι- Νίκου Γκάτσου. Ερμηνεία: Ζωή Φυτούση. Άλμπουμ: "Οδός Ονείρων" (1962).

15 Ιουνίου 2009

15 χρόνια χωρίς το Μάνο Χατζιδάκι


Στην αποβάθρα
Με περιμένει
Ένας καημός

Δεν είν' δικός μου
Δεν είν' δικός σου
Μόν' είν' του φίλου που 'φυγε
Για τον απάνω κόσμο

Κι αν σμίξουν τ' άστρα μας
Θέλω με τη σιωπή
Που σμίγω τη μορφή σου

Στην αποβάθρα
Με περιμένει
Ένας σταυρός

Δεν είν' δικός μου
Δεν είν' δικός σου
Μόν' είν' του φίλου που 'φυγε
Δίχως να μας μιλήσει

Κι αν σμίξουν τ' άστρα μας
Θέλω με τη σιωπή
Που σμίγουν τα ονειρά μας





Στην αποβάθρα του Μάνου Χατζιδάκι. Ερμηνεία: Σόνια Θεοδωρίδου. Άλμπουμ: "Η Σόνια Θεοδωρίδου Συναντά Τον Μάνο Χατζιδάκι" (2008)
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Μούτσιος στο δίσκο "Ο Κύκλος του C.N.S." (1954).

11 Ιουνίου 2009

Λοιπόν αγρίεψε ο κόσμος


Λοιπόν αγρίεψε ο κόσμος σαν καζάνι που βράζει

Άνοιξε λοιπόν η κάλπη της Κυριακής και σαν άλλη Πανδώρα είδε η Ευρώπη να ξεχύνονται παντού φόβος και μίσος.


Αύξησαν λέει τα ακροδεξιά κόμματα τις δυνάμεις τους ενώ η Αριστερά που παλινδρομεί αμήχανη μεταξύ παρωχημένων συνθημάτων και εκσυγχρονισμού καταποντίστηκε.

Πώς εκφυλίστηκε έτσι η Ευρώπη της ανεκτικότητας σε ήπειρο απάθειας και εθνικισμού;
Πώς μεταλλάχθηκε σε χώρα μισαλλοδοξίας και τρόμου;

Αλλά και πώς η Ελλάδα έγινε τόσο αφιλόξενη με το ξένο;
Ξέρω. Η λήθη του νεοπλουτισμού σκέπασε τη ματωμένη ελληνική προσφυγιά με προκάτ εξοχικά και αυτοκίνητα με δόσεις. Κι ο
Έλληνας μετατράπηκε σε αμνήμον ανθρωπάκι με ακροδεξιά έπαρση.

Εδώ στην άσχημη πόλη που απ'την ανάγκη κρατιέται ένας λαός ρημαγμένος

Αν το κέντρο της Αθήνας είναι σεισμογράφος που με τη βελόνα του καταγράφει τις πρώτες δονήσεις, τότε προοιωνίζονται μεγάλες καταστροφές.
Περιστατικά όπως αυτά στην περιοχή του Άγιου Παντελεήμονα δείχνουν μια κοινωνία στραμμένη στον εαυτό της -φοβισμένη- έτοιμη να επιτεθεί στα μέλη της.

Πράγματι. Κοιτάζω γύρω μου να αφουγκραστώ τον κόσμο -στους δρόμους, στα λεωφορεία, στις δημόσιες υπηρεσίες- και μυρίζω την παγωνιά του φόβου στην ανάσα του. Βλέπω μόνο έλλειμμα ανθρωπιάς, ένστικτα αυτοσυντήρησης και τρόμο.

Κι όχι, δεν καταλαβαίνω
δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω.

Κι αν το μήνυμα των εκλογών για μια παραπαίουσα κυβέρνηση κι ένα χρεωκοπημένο πολιτικό σύστημα σημαίνει επιχειρήσεις "σκούπα" και στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, τότε εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα.
Αν μια κοινωνία σε κρίση βρίσκει για τα προβλήματά της εξιλαστήρια θύματα στους αδύναμους -όπως μέχρι πρότινος έχριζε μπαμπούλα την Τουρκία, την Αμερική, τις μεγάλες δυνάμεις για όλα τα σύγχρονα εθνικά δεινά - τότε εγώ πραγματικά δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω.


Γι αυτό θα πάμε στο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ στο Πάρκο Ρέντη. Γιατί προσπάθειες σαν αυτή χρειάζονται την υποστήριξή μας. Για να δείξουμε ότι δεν είμαστε μια μικρόψυχα μισαλλόδοξη κοινωνία που μόλις σωθούν οι τροφές της αποφασίζει ποιός θα φαγωθεί ρίχνοντας τον κλήρο σε αδύναμους μετανάστες...


Δεν θέλω ο εαυτός μου να 'ναι τόπος δικός μου
ξέρω πως όλα αν μου μοιάζαν, θα 'ταν αγέννητη η γη
δε με τρομάζει το τέρας ούτε κι ο άγγελός μου
ούτε το τέλος του κόσμου.
Με τρομάζεις εσύ.
Με τρομάζεις,ακόμα, οπαδέ της ομάδας
του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα
διερμηνέα Του Θεού, ρασοφόρε γκουρού
τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο
προσεύχεσαι και σκοτώνεις
τραυλίζεις ύμνους οργής
Έχεις πατρίδα το φόβο, γυρεύεις να βρεις γονείς
μισείς τον μέσα σου ξένο.





Πατρίδα του Αλκίνοου Ιωαννίδη. Άλμπουμ: "Νεροποντή" (2009)

14ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ. 3-5 Ιουλίου 2009, Πάρκο Ειρήνης Ρέντη.
http://www.antiracistfestival.gr/ .

9 Ιουνίου 2009

κάτι αισθήματα βαριά σχολάν τα μεσημέρια


Μην τα λες τόσο τραγικά τα πράγματα και δεν ξεκινήσω αύριο για δουλειά. Ή μάλλον θα ξεκινήσω και λοξοδρομώντας -όπως κάθε που η περίσταση το απαιτεί- από το δρόμο της θάλασσας, θα μείνω εκεί. Στο δρόμο ή στη θάλασσα.


Δεν είναι πάντα έτσι τα πράγματα. Γιατί το γραφείο μου μπορεί να είναι στην ανήλιαγη πλευρά του κτιρίου, όμως καταφέρνω από αυτή τη θέση να ξεκλέβω από το απέναντι (και λίγο μακρινό παράθυρο), εικόνες -μια λεμονιά και μια κληματαριά με αρμονικά μπλεγμένους τους ξινούς και γλυκούς καρπούς τους-, μυρωδιές και κουβέντες.

Δεν είναι ακριβώς έτσι. Η οθόνη του υπολογιστή (ποτέ δεν χρησιμοποιώ τσέπης- ούτε για τα πιο απλά), τελευταίας τεχνολογίας και αρκούντος φωτεινή. Το πληκτρολόγιο είναι μαύρο με ξεθωριασμένο το "Α". Θα γράφω φαίνεται λέξεις με πολλά "Α". Ή θα ξεκουράζω πολύ το αριστερό μικρό μου δαχτυλάκι.

Εντάξει, το τηλέφωνο χτυπάει, δε λέω. Αλλά μόνο το σταθερό. Τα κινητά δεν έχουν σήμα. Είμαστε μια μαύρη κηλίδα στο λαμπρό χάρτη τηλεπικοινωνιακής κάλυψης των παντοδύναμων εταιρειών κινητής τηλεφωνίας. Κι έτσι, στο μακρινό παράθυρο (αυτό με τη λεμονιά), στο περβάζι βρίσκονται απλωμένα σαν σε πάγκο μικροπωλητή, ανήμπορα γυαλιστερά τηλέφωνα που πασχίζουν όλη μέρα να πετύχουν μια γραμμή σήμα.

Τι κάθομαι και σου λέω τώρα. Μικρές ανούσιες λεπτομέρειες της καθημερινότητάς μου. Που κι εγώ θα τις ξεχάσω όταν αλλάξω δουλειά, προσπαθώντας να συμπληρώσω τα συντάξιμα χρόνια. Μετρώντας τα μου βγαίνουν περισσότερα από τα χρόνια που έχω ζήσει. Τρομακτική διαπίστωση. Όχι δεν σκέφτομαι τη σύνταξη από τώρα. Με απασχολεί το θέμα τυπικά: προφανώς και θέλω να δουλεύω ασφαλισμένη και με τα ένσημά μου. Αλλά μη γελιόμαστε, ποτέ δεν ξέρεις τις σημερινές κρατήσεις ποιος τις χαίρεται και την αυριανή σύνταξη ποιος θα (καταφέρει να) την πάρει. Απλός ρεαλισμός.

Πάνω -κάτω για τριανταπέντε χρόνια ένσημα θα μαζεύουμε. Αν έχουμε υγεία και δουλειά βέβαια. Συνεπώς, όλα τα πρωινά μας θα είναι «πιασμένα» στο εξής... Μα πού και πού θα βρίσκονται ευκαιρίες για εξωτερικές δουλειές, στις οποίες πάντα θα βρίσκεις "κίνηση". Κι έτσι σκαστός θα πίνεις τον πιο "γλυκό" καφέ σου, θα δίνεις τα πιο απρόβλεπτα, ίσως και ριψοκίνδυνα ραντεβουδάκια και φυσικά, θα τριγυρνάς αλήτικα στα αγαπημένα σου δρομάκια, όχι κεντρικά και σε πάρει κανένα μάτι... Μετά θα γυρνάς στη δουλεία -με συγκρατημένη χαρά για να μην προκαλείς υποψίες- μέχρι να έρθει η ώρα να σχολάσεις.

Εξ ιδίων κρίνοντας, αναρωτιέμαι, κατά πόσο είμαστε ικανοί να "σχολάσουμε" από τη δουλειά. Όταν το 1/3 της μέρας μας το αφιερώνουμε στη δουλειά, ασυνείδητα παραχωρούμε στην δουλειά και το 1/3 (όχι αριθμητικώς εξακριβωμένο) των σκέψεων, των ονείρων, των συζητήσεων, των ανθρώπινων επαφών μας. Συναντούμε τους συναδέλφους μας πιο πολύ από τους δικούς μας ανθρώπους, τον ύπνο μας στοιχειώνουν οι "εκκρεμότητες" (αυτά παθαίνει όποιος γυρίζει σε άσκοπες εξωτερικές δουλειές!). Αν αφεθούμε σε όλα αυτά, αλίμονο, ούτε ένα τρίτο μάτι επιπλέον δεν θα μας δώσει λύση...

Κάτι αισθήματα βαριά σχολάν τα μεσημέρια
και μου πετάνε στην καρδιά κανέλες και πιπέρια







Αυθαίρετα από την πρώτη στιγμή που άκουσα αυτό το τραγούδι, χωρίς να έχω δει την ταινία, υπέθεσα (κι ας μην έχει άμεση συνάφεια με το θέμα) ότι τα κάθε λογής βαριά αισθήματα σχολούν τα μεσημέρια, μαζί με την δουλειά. Και μας μένει η υπόλοιπη μέρα να τρομάζουμε, να πειράζουμε (τα όνειρα), να φωνάζουμε, να νομίζουμε... Έτσι έντονα και ζωντανά, μέχρι να ξαναπάμε την άλλη μέρα στη δουλειά, να σχολάσουμε κ.ο.κ. Για όσο αντέχουμε (35 χρόνια είναι πολλά, στο δρόμο θα βρούμε κι άλλους τρόπους προφανώς).



"Βόλτα" στίχοι-μουσική Σταμάτης Κραουνάκης, ερμηνεία Ρίτα Αντωνοπούλου από τη μουσική για την ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου "Πεθαίνοντας στην Αθήνα" 2006.

3 Ιουνίου 2009

Σε πόσα χρόνια σχολάς


Ο καιρός φεύγει λες, κι εσύ καθισμένη σε γραφείο δεν έχεις χρόνο ούτε για αποχαιρετισμούς.
Σε γραφείο ανήλιαγο, με στοίβες βιβλία και έγγραφα, φακέλους να χάσκουν και υπολογιστές τσέπης με χλωμές οθόνες που αναβοσβήνουν γιατί το φως δεν είναι αρκετό. Κι ένα τηλέφωνο στο πάτωμα ή την τσέπη να χτυπάει μανιασμένα...

Πότε άρχισες να δουλεύεις - να είσαι "παραγωγική" όπως λένε- πότε μπήκες στη ρουτίνα και κάθε μέρα μοιάζει με την προηγούμενη δε θυμάσαι. Πάει καιρός...

Πες μου τώρα,
σε πόση ώρα, σε πόσα χρόνια σχολάς

Αλήθεια, θα περάσουν πάνω από τριάντα χρόνια δουλεύοντας.
Για το ένα τρίτο της ζωής σου όλα σχεδόν τα πρωινά θα είναι πιασμένα.
Μια απλή βόλτα στο κέντρο θα μοιάζει πολυτέλεια, ένα άσκοπο χάζεμα στους δρόμους με πρωινό καθάριο φως θα φαντάζει υπερβολή, ένας καφές με τον κόσμο να προσπερνάει γοργά το τραπεζάκι σου με την απλωμένη εφημερίδα μακρυνή ανάμνηση...

Αλήθεια, θα περάσουν πάνω από τριάντα χρόνια δουλεύοντας.
Κι έπειτα εκεί στο φινάλε, όταν κριθεί ότι είναι ώρα να ξεκουραστείς, πώς αφαιρείται ανώδυνα από την καθημερινότητά σου τόσων χρόνων ρουτίνα, πώς μεταμορφώνεται η συνήθεια χωρίς αισθήματα κενού, πώς γεμίζουν τα όψιμα πρωινά σου δίχως την αίσθηση του άδειου;

Ανθρωποθυσία είναι η κάρτα που χτυπάς

Σε ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα
κυνηγέ του ωραρίου, των προθεσμιών και των προγραμμάτων,
ασθενή των γεμάτων πρωινών και των στριμωγμένων απογευμάτων,
παρατηρητή της ζωής από το μισάνοιχτο παράθυρο του γραφείου,
πώς ξεκινάει η μέρα σου πάντα την ίδια ώρα;
Πώς συνεχίζει η ζωή σου από χθες πάντα
με εκκρεμότητες να σε περιμένουν σε ντοσιέ πάνω στο γραφείο;

ΥΓ: Το ποστ είναι αφιερωμένο σε όλους τους αγαπημένους φίλους μου που δουλεύουν πολύ. Τους συμπονώ και τους ζηλεύω λιγάκι...




Η ώρα των Νίκου Αντύπα- Λίνας Νικολακοπούλου. Ερμηνεία: Χάρης Κατσιμίχας. Άλμπουμ: Οπωσδήποτε παράθυρο (2001).

1 Ιουνίου 2009

ο καιρός πετάει καβάλα σε μια ξύλινη κουτάλα


Κι αν βαρεθήκαμε τον τραγικό σουρεαλισμό του μεγαλόκοσμου και μας έλειψε εκείνος του παιδόκοσμου λες. Προτρέπεις να τρέξουμε στη Λίλιτσα και στα παχιά χορτάρια. Σε κανένα δε θα λείψουμε, λες. Δηλαδή, άντε και κλείσαμε κάμποσες ώρες στα λιβάδια- έστω δεν το πρόσεξε κανείς, μετά όμως … δεν το βλέπω να σταματάει το κινητό να χτυπά… Βίαιη η επιστροφή στην πραγματικότητα όταν σε παίρνουν από τη δουλειά: «πού είσαι, πού έβαλες το τάδε, πώς κάνουμε το δείνα, πότε γυρνάς».

Εκτός κι αν θεωρείς ότι έχεις πιάσει δουλειά κάπου στη Λίλιτσα και τότε βασική, αν όχι μόνη σου έγνοια θα ‘ναι ο τράγος να μην σε κουτουλίσει (μην το γελάς- το έχω πάθει και πονάει). Μα αν βλέπεις τα πράγματα κάπως έτσι, τότε τι σε σταματάει από το να δεις και μια αρκούδα καφέ να τρέχει δίπλα σου φορτωμένη με ένα ξύλινο μπουφέ, ο οποίος μάλιστα μέσα σου έχει εξασφαλισμένο μεσημεριανό: μια ψητή μπριζόλα, ζεστή φακή στην κατσαρόλα, ένα καφέ με το καϊμάκι κι ένα χοντρό σοκολατάκι (για επιδόρπιο); Κι αν ολόκληρη αρκούδα φορτωμένη μπορεί να τρέχει, τότε σίγουρα εγώ μπορώ να τρέξω περισσότερο! Το λες και ακόμα χειρότερα, το πιστεύεις. Τέτοιες ψευδαισθήσεις με κυνηγούν και τρώω τα νιάτα μου δουλεύοντας εντατικά για μια (αυτ)απάτη.

Μέσα στη γενική αυτή τρεχάλα κι ενώ γράμματα και αριθμοί έχουν στήσει για τα καλά τρελό χορό στο θολωμένο μου μυαλό, σηκώνω το κεφάλι απ’ το ανήλιαγο γραφείο μου και βλέπω τον καιρό να φεύγει -και μάλιστα- με ταξί να μου κουνάει το μαντίλι με το χέρι το δεξί (για τέτοια παρατηρητικότητα μιλάμε).




Ο καιρός λοιπόν, έχουμε και λέμε:

Τρέχει, τρέχει σα ρομπότ.
Αχ, έτσι εξηγείται αυτή η απόσταση που μας χωρίζει. Δεν είμαι άνθρωπος της βιασύνης, θέλω το χρόνο μου. Πάει ο καιρός, φεύγει, ξαναφεύγει κι εγώ ακόμα στα ίδια...

Φτάνει στην Ηγουμενίτσα.
Μήπως τώρα θα προλάβω να τον στριμώξω; Φρούδες ελπίδες. Όταν φτάνει ξαναφεύγει, μας διαβεβαιώνει για άλλη μια φορά η στιχουργός και δεν αφήνει περιθώρια. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν τον έχω πετύχει σε μέρη που επιδίωξα να τον βρω.

Ταΐζει ένα γλάρο καθισμένο στο φουγάρο.
Μμμ σοβαρές ασχολίες έχει κι αυτός… να δεις που εν τέλει θα συμφιλιωθούμε!

Σε μια καμπάνα κατά λάθος κουτουλά.
Έχει κι ο καιρός τα απρόοπτα του. Ξαφνικά για λίγο- σταματά, για δευτερόλεπτα. Ώσπου να συνέρθει, απ’ το καλό ή το κακό.

Χάνει δέκα αεροπλάνα.
Ούτε αυτός τα πάει καλά με τις προθεσμίες και τα προγράμματα, πόσο μάλλον εγώ… (αυτό-δικαιολογούμαι :P )

Πάντως, η καλύτερη κατ’ εμέ απάντηση για το ερώτημα «που πάει ο καιρός» δόθηκε μέσα από αυτό εδώ το τραγούδι. Τι κι αν έχασε το αεροπλάνο, τι κι αν κουτούλησε σε μια καμπάνα, σίγουρα πάει κι έρχεται- πετάει με το πιο απρόβλεπτο και ανεπιτήδευτο μέσο:

ο καιρός πετάει καβάλα σε μια ξύλινη κουτάλα

Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.


“Σαράντα γιδοπρόβατα” (ερμηνεία Σαβίνα Γιαννάτου- Λένα Πλάτωνος, μουσική Λένα Πλάτωνος, στίχοι Μαριανίνα Κριεζή),

“Μια αρκούδα καφέ” (ερμηνεία Σαβίνα Γιαννάτου- Αντώνης Κοντογεωργίου, μουσική Δημήτρης Μαραγκόπουλος, στίχοι Μαριανίνα Κριεζή),

“Που πάει ο καιρός που φεύγει;” (ερμηνεία Σαβίνα Γιαννάτου- Αντώνης Κοντογεωργίου, μουσική Δημήτρης Μαραγκόπουλος, στίχοι Μαριανίνα Κριεζή).

Από το δίσκο “Εδώ Λιλιπούπολη, μουσική και τραγούδια από τη ραδιοφωνική εκπομπή του Τρίτου Προγράμματος” (1980).