1 Ιουνίου 2009

ο καιρός πετάει καβάλα σε μια ξύλινη κουτάλα


Κι αν βαρεθήκαμε τον τραγικό σουρεαλισμό του μεγαλόκοσμου και μας έλειψε εκείνος του παιδόκοσμου λες. Προτρέπεις να τρέξουμε στη Λίλιτσα και στα παχιά χορτάρια. Σε κανένα δε θα λείψουμε, λες. Δηλαδή, άντε και κλείσαμε κάμποσες ώρες στα λιβάδια- έστω δεν το πρόσεξε κανείς, μετά όμως … δεν το βλέπω να σταματάει το κινητό να χτυπά… Βίαιη η επιστροφή στην πραγματικότητα όταν σε παίρνουν από τη δουλειά: «πού είσαι, πού έβαλες το τάδε, πώς κάνουμε το δείνα, πότε γυρνάς».

Εκτός κι αν θεωρείς ότι έχεις πιάσει δουλειά κάπου στη Λίλιτσα και τότε βασική, αν όχι μόνη σου έγνοια θα ‘ναι ο τράγος να μην σε κουτουλίσει (μην το γελάς- το έχω πάθει και πονάει). Μα αν βλέπεις τα πράγματα κάπως έτσι, τότε τι σε σταματάει από το να δεις και μια αρκούδα καφέ να τρέχει δίπλα σου φορτωμένη με ένα ξύλινο μπουφέ, ο οποίος μάλιστα μέσα σου έχει εξασφαλισμένο μεσημεριανό: μια ψητή μπριζόλα, ζεστή φακή στην κατσαρόλα, ένα καφέ με το καϊμάκι κι ένα χοντρό σοκολατάκι (για επιδόρπιο); Κι αν ολόκληρη αρκούδα φορτωμένη μπορεί να τρέχει, τότε σίγουρα εγώ μπορώ να τρέξω περισσότερο! Το λες και ακόμα χειρότερα, το πιστεύεις. Τέτοιες ψευδαισθήσεις με κυνηγούν και τρώω τα νιάτα μου δουλεύοντας εντατικά για μια (αυτ)απάτη.

Μέσα στη γενική αυτή τρεχάλα κι ενώ γράμματα και αριθμοί έχουν στήσει για τα καλά τρελό χορό στο θολωμένο μου μυαλό, σηκώνω το κεφάλι απ’ το ανήλιαγο γραφείο μου και βλέπω τον καιρό να φεύγει -και μάλιστα- με ταξί να μου κουνάει το μαντίλι με το χέρι το δεξί (για τέτοια παρατηρητικότητα μιλάμε).




Ο καιρός λοιπόν, έχουμε και λέμε:

Τρέχει, τρέχει σα ρομπότ.
Αχ, έτσι εξηγείται αυτή η απόσταση που μας χωρίζει. Δεν είμαι άνθρωπος της βιασύνης, θέλω το χρόνο μου. Πάει ο καιρός, φεύγει, ξαναφεύγει κι εγώ ακόμα στα ίδια...

Φτάνει στην Ηγουμενίτσα.
Μήπως τώρα θα προλάβω να τον στριμώξω; Φρούδες ελπίδες. Όταν φτάνει ξαναφεύγει, μας διαβεβαιώνει για άλλη μια φορά η στιχουργός και δεν αφήνει περιθώρια. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν τον έχω πετύχει σε μέρη που επιδίωξα να τον βρω.

Ταΐζει ένα γλάρο καθισμένο στο φουγάρο.
Μμμ σοβαρές ασχολίες έχει κι αυτός… να δεις που εν τέλει θα συμφιλιωθούμε!

Σε μια καμπάνα κατά λάθος κουτουλά.
Έχει κι ο καιρός τα απρόοπτα του. Ξαφνικά για λίγο- σταματά, για δευτερόλεπτα. Ώσπου να συνέρθει, απ’ το καλό ή το κακό.

Χάνει δέκα αεροπλάνα.
Ούτε αυτός τα πάει καλά με τις προθεσμίες και τα προγράμματα, πόσο μάλλον εγώ… (αυτό-δικαιολογούμαι :P )

Πάντως, η καλύτερη κατ’ εμέ απάντηση για το ερώτημα «που πάει ο καιρός» δόθηκε μέσα από αυτό εδώ το τραγούδι. Τι κι αν έχασε το αεροπλάνο, τι κι αν κουτούλησε σε μια καμπάνα, σίγουρα πάει κι έρχεται- πετάει με το πιο απρόβλεπτο και ανεπιτήδευτο μέσο:

ο καιρός πετάει καβάλα σε μια ξύλινη κουτάλα

Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.


“Σαράντα γιδοπρόβατα” (ερμηνεία Σαβίνα Γιαννάτου- Λένα Πλάτωνος, μουσική Λένα Πλάτωνος, στίχοι Μαριανίνα Κριεζή),

“Μια αρκούδα καφέ” (ερμηνεία Σαβίνα Γιαννάτου- Αντώνης Κοντογεωργίου, μουσική Δημήτρης Μαραγκόπουλος, στίχοι Μαριανίνα Κριεζή),

“Που πάει ο καιρός που φεύγει;” (ερμηνεία Σαβίνα Γιαννάτου- Αντώνης Κοντογεωργίου, μουσική Δημήτρης Μαραγκόπουλος, στίχοι Μαριανίνα Κριεζή).

Από το δίσκο “Εδώ Λιλιπούπολη, μουσική και τραγούδια από τη ραδιοφωνική εκπομπή του Τρίτου Προγράμματος” (1980).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου