31 Οκτωβρίου 2010

Τα πιο μεγάλα θαύματα

"Να εδώ Μαριάνθη, εδώ κάτσε που 'χει άδειο κάθισμα!" φώναξε με τραχιά φωνή και σπάθισε με το χέρι τον αέρα για να ανοίξει δρόμο ανάμεσα στους επιβάτες. "Να εδώ, η διαδρομή μέχρι το σπίτι μας είναι μεγάλη, μη στέκεις άδικα και κουράζεσαι".

Θα 'ταν, δε θα 'ταν εβδομήντα ο εισβολέας του λεωφορείου -η τραγιάσκα στο γκρίζο κεφάλι του έκρυβε μέτωπο και μάτια και δεν μπορούσες να διακρίνεις επακριβώς πόσα χρόνια ζωής είχε διανύσει το βλέμμα του, τα ρούχα του πρόδιδαν μιαν άλλη εποχή -όχι ακριβώς πιο αθώα αλλά σίγουρα πιο νοσταλγική, τα χέρια του ήταν φθαρμένα κι έτρεμαν, όμως πίσω από το ασταθές άγγισμά τους στις χειρολαβές μπορούσες να υποψιαστείς μια ήρεμη τρυφερότητα, καταλάβαινες εύκολα ότι τα χέρια αυτά χάιδευαν μια ζωή τα μάγουλα της Μαριάνθης, ακόμα και τώρα, έστω κι αν δεν έβρισκαν πια με την ίδια ευκολία λόγω ηλικίας το στόχο τους.

"Άλλος ένας ημίτρελος", ακούστηκε μεταξύ των σαστισμένων επιβατών, και πράγματι, τέτοιες φιγούρες συναντάς στα μέσα μεταφοράς κάθε μέρα, σαν άλλης εποχής λείψανα δικασμένα να μετακινούνται
σε βαγόνια αιωνίως στο χωροχρόνο.

"Α, ρε Μαριάνθη, συνέχισε ο άντρας με το που απίθωσε τη χάρτινη τσάντα του στην άκρη του καθίσματος, θυμάσαι πότε πρωτοπήραμε αυτό το λεωφορείο; Θα 'ναι σαράντα χρόνια κοντα. Εσύ κοριτσάκι, εγώ μόλις είχα τελειώσει το στρατιωτικό μου και φορούσα το γαμπρίκιο κουστούμι. Κατεβαίναμε στο κέντρο, σε πήγαινα να δεις Βουγιουκλάκη στον κινηματογράφο, με κράταγες από το μπράτσο με το ζεστό σου χέρι. Θυμάσαι πόση παγωνιά είχε; Όμως το χέρι σου ήταν πάντα ζεστό στο μπράτσο μου. Πάντοτε τούτο εδώ το λεωφορείο παίρναμε για τον κινηματογράφο, τη μοναδική μας απόλαυση τότε, πού τηλεόραση και βίντεο όπως τώρα. Βλέπαμε όλες τις ταινίες με τις φίρμες: Καρέζη, Κωνσταντάρα, Κούρκουλο, Βασιλειάδου, όλες τις βλέπαμε και μετά σταματούσαμε για μια λεμονάδα στο ζαχαροπλαστείο".

Στη λέξη ζαχαροπλαστείο τα χείλη του φάνηκαν να χάνουν τη σταθερότητά τους -τρεμόπαιξαν σα γέρικα αστέρια έτοιμα να πέσουν- αφήνοντας τα τελευταία γράμματα να ακουστούν σα λυγμός. Κάτω από την τραγιάσκα μπορούσες να φανταστείς τα μάτια του βουρκωμένα, τα βλέφερα ακίνητα, το λαιμό του στεγνό, τον άκουγες κιόλας καθώς προσπαθούσε να καθαρίσει τη φωνή του για να συνεχίσει.

"Από τότε έτσι με κρατούσες. Σαράντα χρόνια από το μπράτσο. Μη γλιστρήσεις έλεγες, μα εγώ σε καταλαβαινα πονηρή! Καμάρωνες δίπλα μου σαν παγώνα, σ' άρεσε να περπατάμε αγκαζέ και να χαιρετάς τους γείτονες με το ένα ελεύθερο σου χέρι, μ' έπιανες σφιχτά με το που βγαίναμε από την αυλή μας και δε μ' άφηνες μεχρι να μπούμε σπίτι μας αργά το βράδυ."

Χαμογέλασε. Γύρω του οι λίγοι επιβάτες εξακολουθούσαν να κοιτούν με συγκατάβαση. Οι περισσότεροι
απορροφημένοι από τη ζωή έξω απ' τα παράθυρα του λεωφορείου δεν ενοχλούνταν απ' τη δυνατή φωνή του, τα ακουστικά τους άλλωστε απομόνωναν τους ενοχλητικούς εξωτερικούς ήχους, σκέπαζοντας με το σάουντρακ της επιλογής τους την ανθρώπινη βουή.

"Α ρε Μαριάνθη. Πάντα σφικτά με κρατούσες. Όχι μη γλιστρήσεις, μα για να με προσέχεις. Πάντα δίπλα μου στεκόσουν, μην πάθω τίποτα κοτζάμ μαντράχαλος. Μα είσαι ο άντρας μου κι άμα δε σε προσέξω δε θα χω πια κανέναν! μου 'λεγες κι έσφιγγες δυνατότερα το χέρι σου στο δικό μου. Σαράντα ολόκληρα χρόνια! Μέχρι που το κακό σε νίκησε."

Χαμήλωσε τη φωνή του. "Το κακό", επανέλαβε ηττημένα και περέμεινε σιωπηλός για δεπτερόλεπτα. Δε μιλούσε, αλλά στο πρόσωπό του έβλεπες εκφράσεις ενός εσωτερικού διαλόγου: Επιχειρήματα, αντεπιχειρήματα, αντικρούσεις, μια ολόκληρη σιωπηλή διαφωνία που λάμβανε χώρα
στιγμιαία εντός του, βγάζοντας πάντα τον ίδιο νικητή. Έκλεισε νευρικά το εισιτήριο στην παλάμη του και με τη γροθιά σφιγμένη στον αέρα συνέχισε:

"Ούτε τότε έφυγες, κι ας σε θρήνησα εκείνη τη μερα. Ήξερα πώς δεν έφευγες στα αλήθεια. Δε θα επέτρεπες ποτέ να μείνω μόνος μου. Δε θα με άφηνες μόνο ποτέ! Παρέμεινες εδώ, μια σιωπηλή παρουσία πλάι μου. Σε βλέπω κάθε μέρα που μ' ακολουθείς αθόρυβα, με προσέχεις όπως τοτε, τώρα ειδικά που γέρασα και έπαψα να είμαι το παλικάρι που ερωτεύτηκες. Στέκεσαι δίπλα μου σα βράχος, έτοιμη ν' απλώσεις το χέρι σου, ακόμα ζεστό όπως τότε. Πάντα ζεστό, μες στην παγωνιά. Ένας φύλακας άγγελος που γλυκαίνει τα γηρατειά και τη μοναξιά μου. Α ρε Μαριάνθη, ένα θαύμα είσαι στη ζωή μου..."

Το λεωφορείο φρέναρε απότομα στη στάση. Ο άντρας σηκώθηκε μ' ένα σάλτο από το κάθισμά του, κράτησε γρήγορα την τσάντα του και πετάχτηκε προς την πόρτα. "Ένα μικρό θαύμα!" φώναξε χαμογελώντας και γυρνώντας το πρόσωπό του προς εκείνη, κρατώντας την ταυτόχρονα απαλά από το χέρι, πήδηξαν μαζί από το λεωφορείο...




Τα πιο μεγάλα θαύματα Στέφανου Κορκολή- Παρασκευά Καρασούλου. Ερμηνεία: Δήμητρα Γαλάνη. Άλμπουμ: "Παλίρροια" (1989).

7 σχόλια:

  1. Ελεγα παλιά στην εκπομπή " Εδω τα θαύματα ανασταίνονται" Να το πίστευω αραγε και σήμερα ? Γιατί οχι..Αφου το πιστεύουν τα τραγούδια γιατί να μην το πιστέψω αραγε και γω..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σας ευχαριστώ όλους για τα σχόλια και το κουράγιο να διαβάσετε τα παραληρήματά μου :)
    Φιλιά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Παρέμεινες εδώ, μια σιωπηλή παρουσία πλάι μου.

    Οι αναμνήσεις δε μιλάνε.
    Αυτό δε σημαίνει ότι δεν ακούνε όμως.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Αφού καταφέρνει και μας συγκινεί ακόμα μια ιστορία σαν πολλές απ΄αυτές που ποτέ δε μαθαίνουμε..σημαίνει πως δε χάσαμε την ευαισθησία μας..

    (θαυμάσια η μουσική επιλογή..)

    (Καλώς σας βρήκα!)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. @Dimitris A
    Και ακούνε και απαντούν κιόλας Δημήτρη. Όχι όμως με φωνή...

    @new-girl-on-the-blog
    Καλώς σε βρήκαμε! Καλές στράτες στην μπλογκόσφαιρα :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή