9 Ιουνίου 2009

κάτι αισθήματα βαριά σχολάν τα μεσημέρια


Μην τα λες τόσο τραγικά τα πράγματα και δεν ξεκινήσω αύριο για δουλειά. Ή μάλλον θα ξεκινήσω και λοξοδρομώντας -όπως κάθε που η περίσταση το απαιτεί- από το δρόμο της θάλασσας, θα μείνω εκεί. Στο δρόμο ή στη θάλασσα.


Δεν είναι πάντα έτσι τα πράγματα. Γιατί το γραφείο μου μπορεί να είναι στην ανήλιαγη πλευρά του κτιρίου, όμως καταφέρνω από αυτή τη θέση να ξεκλέβω από το απέναντι (και λίγο μακρινό παράθυρο), εικόνες -μια λεμονιά και μια κληματαριά με αρμονικά μπλεγμένους τους ξινούς και γλυκούς καρπούς τους-, μυρωδιές και κουβέντες.

Δεν είναι ακριβώς έτσι. Η οθόνη του υπολογιστή (ποτέ δεν χρησιμοποιώ τσέπης- ούτε για τα πιο απλά), τελευταίας τεχνολογίας και αρκούντος φωτεινή. Το πληκτρολόγιο είναι μαύρο με ξεθωριασμένο το "Α". Θα γράφω φαίνεται λέξεις με πολλά "Α". Ή θα ξεκουράζω πολύ το αριστερό μικρό μου δαχτυλάκι.

Εντάξει, το τηλέφωνο χτυπάει, δε λέω. Αλλά μόνο το σταθερό. Τα κινητά δεν έχουν σήμα. Είμαστε μια μαύρη κηλίδα στο λαμπρό χάρτη τηλεπικοινωνιακής κάλυψης των παντοδύναμων εταιρειών κινητής τηλεφωνίας. Κι έτσι, στο μακρινό παράθυρο (αυτό με τη λεμονιά), στο περβάζι βρίσκονται απλωμένα σαν σε πάγκο μικροπωλητή, ανήμπορα γυαλιστερά τηλέφωνα που πασχίζουν όλη μέρα να πετύχουν μια γραμμή σήμα.

Τι κάθομαι και σου λέω τώρα. Μικρές ανούσιες λεπτομέρειες της καθημερινότητάς μου. Που κι εγώ θα τις ξεχάσω όταν αλλάξω δουλειά, προσπαθώντας να συμπληρώσω τα συντάξιμα χρόνια. Μετρώντας τα μου βγαίνουν περισσότερα από τα χρόνια που έχω ζήσει. Τρομακτική διαπίστωση. Όχι δεν σκέφτομαι τη σύνταξη από τώρα. Με απασχολεί το θέμα τυπικά: προφανώς και θέλω να δουλεύω ασφαλισμένη και με τα ένσημά μου. Αλλά μη γελιόμαστε, ποτέ δεν ξέρεις τις σημερινές κρατήσεις ποιος τις χαίρεται και την αυριανή σύνταξη ποιος θα (καταφέρει να) την πάρει. Απλός ρεαλισμός.

Πάνω -κάτω για τριανταπέντε χρόνια ένσημα θα μαζεύουμε. Αν έχουμε υγεία και δουλειά βέβαια. Συνεπώς, όλα τα πρωινά μας θα είναι «πιασμένα» στο εξής... Μα πού και πού θα βρίσκονται ευκαιρίες για εξωτερικές δουλειές, στις οποίες πάντα θα βρίσκεις "κίνηση". Κι έτσι σκαστός θα πίνεις τον πιο "γλυκό" καφέ σου, θα δίνεις τα πιο απρόβλεπτα, ίσως και ριψοκίνδυνα ραντεβουδάκια και φυσικά, θα τριγυρνάς αλήτικα στα αγαπημένα σου δρομάκια, όχι κεντρικά και σε πάρει κανένα μάτι... Μετά θα γυρνάς στη δουλεία -με συγκρατημένη χαρά για να μην προκαλείς υποψίες- μέχρι να έρθει η ώρα να σχολάσεις.

Εξ ιδίων κρίνοντας, αναρωτιέμαι, κατά πόσο είμαστε ικανοί να "σχολάσουμε" από τη δουλειά. Όταν το 1/3 της μέρας μας το αφιερώνουμε στη δουλειά, ασυνείδητα παραχωρούμε στην δουλειά και το 1/3 (όχι αριθμητικώς εξακριβωμένο) των σκέψεων, των ονείρων, των συζητήσεων, των ανθρώπινων επαφών μας. Συναντούμε τους συναδέλφους μας πιο πολύ από τους δικούς μας ανθρώπους, τον ύπνο μας στοιχειώνουν οι "εκκρεμότητες" (αυτά παθαίνει όποιος γυρίζει σε άσκοπες εξωτερικές δουλειές!). Αν αφεθούμε σε όλα αυτά, αλίμονο, ούτε ένα τρίτο μάτι επιπλέον δεν θα μας δώσει λύση...

Κάτι αισθήματα βαριά σχολάν τα μεσημέρια
και μου πετάνε στην καρδιά κανέλες και πιπέρια







Αυθαίρετα από την πρώτη στιγμή που άκουσα αυτό το τραγούδι, χωρίς να έχω δει την ταινία, υπέθεσα (κι ας μην έχει άμεση συνάφεια με το θέμα) ότι τα κάθε λογής βαριά αισθήματα σχολούν τα μεσημέρια, μαζί με την δουλειά. Και μας μένει η υπόλοιπη μέρα να τρομάζουμε, να πειράζουμε (τα όνειρα), να φωνάζουμε, να νομίζουμε... Έτσι έντονα και ζωντανά, μέχρι να ξαναπάμε την άλλη μέρα στη δουλειά, να σχολάσουμε κ.ο.κ. Για όσο αντέχουμε (35 χρόνια είναι πολλά, στο δρόμο θα βρούμε κι άλλους τρόπους προφανώς).



"Βόλτα" στίχοι-μουσική Σταμάτης Κραουνάκης, ερμηνεία Ρίτα Αντωνοπούλου από τη μουσική για την ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου "Πεθαίνοντας στην Αθήνα" 2006.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου