26 Νοεμβρίου 2009

έρημα χωριά


Στα πιο όμορφα μέρη, θα δεις μια εκκλησία. Συχνά, από δίπλα κι ένα νεκροταφείο, με γραμμένη την ιστορία του τόπου και των ανθρώπων του στις πλάκες του.

Δεν ξέρω αν υπάρχει μετά το θάνατο ζωή. Δεν το πιστεύω, άσε που μάλλον δεν μας συμφέρει. Πάντως σε αυτή τη ζωή, στα νεκροταφεία η ματαιοδοξία -παρά το προφανές της ματαιότητας- ανθεί και μετατρέπεται σε κάθε είδους αγαλματίδια και πολύ πιο συχνά σε γυαλιστερά μάρμαρα Πεντέλης με γραμμένο ό,τι φανταστείς επάνω: από στίχους ποιητών (την πρωτοκαθεδρία κατέχει ο Καβάφης με τις "Θερμοπύλες"), μέχρι λαϊκά δίστιχα και ένα σωρό επιγραφές σαν αυτή που τώρα πια, όπως-όπως μουντζουρωμένη σαν την ιστορική μας μνήμη, γράφει "φονευθής υπό του ######### Στρατού 1947" σε μια εκ των υστέρων βιαστική προσπάθεια επιβολής πολιτικού εξορθολογισμού.

Αυτά λοιπόν παρατήρησα συνοπτικά τις τελευταίες μέρες που ο θάνατος κάλεσε την κλάση του 1914 και παραστάθηκα στις σχετικές τελετές απανωτά τρεις μέρες.

Αυτές τις μέρες λοιπόν τα ξωκλήσια και τα νεκροταφεία γίνονται το επίκεντρο της εναπομείνασας ζωής των χωριών της ενδοχώρας. Γείτονες, συγγενείς, συγχωριανοί, με τα χρόνια να τους βαραίνουν τους ώμους πάνε να ανάψουν ένα κερί για τη μνήμη, για τη συγχώρεση. Με πρόσωπα σκαμμένα, λευκά μαλλιά, μαύρα μαντήλια, στέκονται μπροστά και κρύβουν τους λιπόσαρκους αγίους της παλιάς τοιχογραφίας με τα ραγισμένα σώματα και τα θαμπά φωτοστέφανα. Μισοκλείνω τα μάτια, σαν άνθρωποι με φωτοστέφανο μοιάζουν για μια στιγμή.

Οι παππούδες στην αυλή λένε πως θέλουν να πεθάνουν μια μέρα όρθιοι, στο σπίτι τους. Να μη χρειαστεί να πάνε ανήμποροι στην πόλη, στα σπίτια των παιδιών τους. Στην πόλη ο ήλιος ούτε ανατέλλει, ούτε δύει, λέει. Τα διαμερίσματα είναι τα λευκά κελιά των γερόντων, λέω.

Στο χωριό άνθρωποι αφημένοι, αγράμματοι, γερασμένοι. Οι γιατροί κάνουν το "αγροτικό" τους και βιάζονται για μια μετάθεση στο Νομαρχιακό Νοσοκομείο, οι δρόμοι φτιάχνονται μόνο αν οδηγούν σε ωραίες παραλίες, οι μαθητές μετά βίας γεμίζουν ένα ταξί.

Στα μετόπισθεν αυτής της χώρας, η ύπαιθρος αργοπεθαίνει μαζί με τους τελευταίους κατοίκους της που δεν ανήκουν στην προσοδοφόρα κατηγορία των 14-44, δεν μετρώνται στα μηχανάκια της AGB, δεν επηρεάζουν τις στατιστικές των εταιρειών δημοσκοπήσεων, δεν υπάρχουν.

Έρημα χωριά
λίγο έξω απ' τα σύνορα
βλέμματα θεριά, άλλου κόσμου μαχαιριά
άλλου κόσμου η μαχαιριά




"Έρημα χωριά", στίχοι Ηλίας Κατσούλης, μουσική Dashο Kurti, ερμηνεία Γιώργος Νταλάρας, φωνητικά Aleks Mitca, άλμπουμ "Έρημα χωριά" 2006.

18 Νοεμβρίου 2009

Γυρνάω την πλάτη στο χαμό...


Όλο και πιο συχνά

σε σταθερά τυχαία ραντεβού,
σε συναντήσεις όχι έκπληξης μήτε φόβου,
(μόνο βουβής αποδοχής
για το βιωμένο και το αβίωτο
)
εκεί με βρίσκεις.

Πάντα πίσω από ένα τραπέζι
πάντα προστατευμένο απ' τη μορφή σου
όταν -ολόγραμμα- σπρώχνεις απαλά την πόρτα
κι αφήνεις
-σα σκιά- το χερούλι
μια ιεροτελεστία εισόδου που θυμίζει αποχώρηση.


Κάποια "γεια σου" τυπικά,
λίγα "καλά, εσύ;" αξιοπρεπή

τριγύρω ξένοι -εμείς πιο ξένοι-

φασαρία και γέλια εκτός -αμήχανα χαμόγελα εντός-
κάποια δεπτερόλεπτα σιωπής -αιώνες, Χριστέ μου!-
έπειτα βλέμματα
γυάλινα,
αισθήματα κρυμμένα σε μπουφάν,
κόμποι στο λαιμό τυλιγμένοι σε κασκόλ,
στο τέλος πάλι έξοδος...

Ξέρω, νομίζω, ελπίζω.
Οχι πια.

Απλά συνηθίζω να σε θυμάμαι λιγότερο.

Όλο και λιγότερο
κάποια ξεκούραστα σαββατοκύριακα ίσως,
κάτι μεσοβδόμαδες στιγμές ενδεχομένως.

Κι έτσι,
ζώντας δίπλα σου -όχι μαζί σου- ημερεύω
μεταξύ καθημερινής σιωπής κι αστικής βουής
ησυχάζω μέσα μου κείνο το φουσκωμένο ποτάμι
καταπίνω το ορμητικό νερό που γέμιζε ως τα δόντια το στόμα

και απολαμβάνω επιτέλους
λίγες αλκυονίδες μέρες και καλοκαιρία...

Έτσι το δάκρυ σε χαμόγελο γυρίζω

κι εκεί στην άκρη στο γκρεμό,

γυρνάω την πλάτη στο χαμό

και ξαναρχίζω...





Σήμερα κλαίω αύριο γελώ των Gustavo Alfredo Santaolalla- Χάρης Αλεξίου. Ερμηνεία: Χάρις Αλεξίου. Άλμπουμ: "Η αγάπη θα σε βρει όπου και να 'σαι" (2009).

14 Νοεμβρίου 2009

δωσ' μου να πιω το δηλητήριο


Ενώ εσύ βρίσκεσαι σε βραχυκύκλωμα, τεχνικό και συναισθηματικό, εγώ πάω εκδρομές με τα μέσα μαζικής μεταφοράς… Απολαμβάνω την ανεμελιά του λεωφορείου για λίγο. Όταν είναι για πολύ, η απόλαυση χάνεται στην ατέλειωτη αναμονή στη στάση. Γιατί όταν ο τελευταίος τουρίστας φεύγει, το νησί κατεβάζει τα ρολά και εν προκειμένω, τραβά χειρόφρενο.

Το αυτοκίνητο που λέγαμε πως θα αγόραζα, διασχίζει στεριές και θάλασσες μέχρι να “πέσει” στα χέρια μου, ενώ κατά τύχη, περισσότερο πρόωρα παρά έγκαιρα, έδωσα το παλιό για απόσυρση και πήρα κάτι τίτλους πληρωμής, ρευστό δεν διατίθεται. Αυτό που λένε πώς όποιος χάνει κάπου, κερδίζει κάπου αλλού; Το πέτυχα, κέρδισα στα χαρτιά, γιατί τί άλλο εκτός από προεκλογικός τζόγος με δημόσιο χρήμα θα μπορούσε να θεωρηθεί το φιάσκο με τα μέτρα για την αντιμετώπιση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης;

Πίσω στις εκδρομές με λεωφορείο, υπεραστικό. Για το ποιος έχει προτεραιότητα, ποιος έχει stop, πότε σταματάμε, πότε ξεκινάμε, πότε προσπερνάμε τώρα το αποφασίζει άλλος, εγώ διαλέγω παράθυρο και χαζεύω βουνό ή θάλασσα. Συναντώ ανθρώπους στο δρόμο για τη στάση, στη στάση, στο λεωφορείο στο πρακτορείο, ακούω λόγια, ήχους, μουσικές, μακριά από το προστατευμένο περιβάλλον του αυτοκινήτου. Ε, καλά, συνήθως κυκλοφορώ με ακουστικά, αλλά είπα να τα αφήσω για λίγο, να δω τι ακούγεται στον έξω κόσμο.

Δεν μπορώ να πω ότι κατάλαβα ακριβώς τι ήταν αυτά που άκουσα. Το μόνο τραγούδι που ήξερα ήταν το «σώσε με», που έχει πρωτοπεί η Ρίτα Σακελαρίου, αλλά σε επανεκτέλεση από μια κοπέλα που δεν ξεχώρισα ποια ήταν, έμοιαζε τόσο με αυτή που τραγουδούσε πριν, όσο και με αυτή που ακολουθούσε μετά, και εγώ δεν ήξερα καμιά τους.

Όσο για το τραγούδι, μου θύμισε το φοιτητικό εστιατόριο, όταν ένα βράδυ η μερακλωμένη μαγείρισσα σερβίροντας τις μερίδες στα πιάτα σιγοτραγουδούσε το τραγούδι που ακουγόταν από το ραδιόφωνο «σώσε με, δώσ’ μου να πιω το δηλητήριο/ θα’ ναι η ζωή μου ένα μαρτύριο/ τώρα που πια δε μ’ αγαπάς». Τότε, είχα φέρει στο μυαλό μου τη Ρίτα Σακελαρίου με γούνα και στρας να τραγουδά στη μέση της κρύας, αχανούς και μισοάδειας αίθουσας εστιατορίου, που μαζι με τα εφέ των λευκών νιφάδων μούχλας, υγρασίας και νερού της βροχής που έπεφταν από το ταβάνι πάντα τέτοια εποχή (η δημόσια δωρεάν σίτιση και στέγαση μπάζει στη χώρα μας), συμπλήρωναν ένα σκηνικό που απόπνεε μια αίσθηση ατόφιας παρακμής.

Γενικά, τα ακούσματα της συγκεκριμένης μαγείρισσας είχαν να κάνουν με άγνωστα κομμάτια του Καζαντζίδη, με Μανώλη Αγγελόπουλο, με κλώνους του Καζαντζίδη και του Αγγελόπουλου κ.ο.κ. και ξένιζαν στην πλειοψηφία τους το ευρύ κοινό του εστιατορίου. Του εστιατορίου, που οφείλω να αναγνωρίσω ότι όταν είχε βάρδια η εν λόγω μαγείρισσα, διέθετε τα γευστικότερα εδέσματα, σε σχέση με τα αντίστοιχα των συναδέλφων της, τι κι αν άκουγαν Δεύτερο αυτοί.




Αφιερωμένο το τραγούδι στην μαγείρισσα που τόσα χρόνια έτρωγα απ’ τα χέρια της (και ποτέ δεν έμαθα τ’ όνομά της).


 «Σώσε με» Ρίτα Σακελαρίου, στίχοι και μουσική Νίκος Καρβέλας, δίσκος «Αρέσω» (1986)

10 Νοεμβρίου 2009

Βραχυκύκλωμα






...
υπογράψανε
πως μας κάψανε την καρδιά
...








Βραχυκύκλωμα του Σταμάτη Κραουνάκη. Άλμπουμ: "Πόσο σ' αγαπώ"(2007).


6 Νοεμβρίου 2009

ζει κανείς μόνο με ένα ξερό μισθό;


Αν το δεις βιαστικά, κινδυνεύω να χαρακτηριστώ υπέρ του δέοντος για την περίσταση αισιόδοξη, έδωσα και τίτλο "τα επόμενα όνειρα"... σε λίγο θα περίμενες να έλεγα "καλά να περνάς", "να αφήσεις πίσω σου ό,τι σε χαλάει", "να χαμογελάς" "να ξεκινάς τη μέρα σου όμορφα" και άλλα τέτοια που ακούγονται σωρηδόν σε ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές που τουλάχιστον για εμένα, με την αναποδιά που με χαρακτηρίζει, θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελέσουν έως και αντικίνητρο.

Ο ρεαλισμός μου δεν με αφήνει παρά μόνο να ονειρεύομαι. Τίποτα άλλο δεν έχω στο χέρι. Υπό όρους -όταν τα καταφέρνω-, μπορώ και να ελπίζω.

...Ζητάω την άδεια του ονείρου
πριν ελπίσω, Μου την δίνει εν γένει
μαζί με κάποιες οδηγίες αυστηρές.
Να πιστέψω δίχως να αγγίξω
να μην μιλήσω διόλου στον καπνό
γιατί είναι υπνοβάτης και θα πέσει
μόνο δια του βλέμματος ν’ αφησω
το αίτημα μου στην κρεμάστρα
ό,τι μου δοθεί να το δεχτώ
κι ας μην έχει καμιά ομοιότητα
μ' αυτό που ζωγραφίζει η έκκληση μου-
θα την επανέβρει μόλις ξαναχαθεί.





Φυσικά κι ονειρεύομαι
ζει κανείς μόνο με ένα ξερό μισθό;


"Συνέντευξις", σε ποίηση της Κικής Δημουλά, έγραψε τη μουσική και ερμηνεύσε η Μαρία Βουμβάκη. Από το άλμπουμ "Το τερραίν του παραδείσου", 2006.